Ο Στέλιος Κούλογλου στην Κωνσταντινούπολη
O Έλληνας δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου που από το 1996 επιμελείται και παρουσιάζει την εκπομπή Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα - εβδομαδιαία εκπομπή της δημόσιας τηλεόρασης, η οποία μεταδίδει μία σειρά ντοκιμαντέρ πάνω σε διεθνή και ελληνικά θέματα -, στην δημόσια τηλεόραση (Ε.Ρ.Τ.), και ο Ragıp Duran, επίσης γνωστός τούρκος δημοσιογράφος, ανταποκριτής της εφημερίδας Liberation στην Τουρκία, συγγραφέας των έργων Afgan Savaşçıları, Apoletli Medya και Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Γκαλατάσαραϊ, στις 6 Νοεμβρίου 2007 και ώρα 13:00 – 15:00, ως συνεργάτες του Ελληνο - τουρκικού Σωματείου (ΔΑΦΝΗ), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την κ. Nilüfer Tarıkahya, Γενική Γραμματέα του Σωματείου, φιλοξενήθηκαν στο Ζάππειο Κωνσταντινουπόλεως.
Η επίσκεψη που προκάλεσε έκπληξη στο μαθητικό κοινό, εξελίχθηκε σε συζήτηση μεταξύ των επισκεπτών και μαθητών αλλά και των εκπαιδευτικών με ανταλλαγή απόψεων ως προς την καθοδήγηση για επαγγελματικό προσανατολισμό. Τα θέματα όπως « Η δημοσιογραφία », « οι δυσκολίες του επαγγέλματος » και η « ηθική στο επάγγελμα », αλλά και ο παράγοντας « τηλεόρασης », ως οπτικό όργανο των μίντια, αποτέλεσαν το επίκεντρο της συνδιάλεξης, που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Υποδοχής της Σχολής.
Κατά την ξενάγηση και το μεσημβρινό σχολικό γεύμα, οι επισκέπτες, αποκόμισαν εμπειρίες για την κατάσταση ενός μειονοτικού σχολείου.
Ο Στέλιος Κούλογλου, την επομένη στις 7 Νοεμβρίου του 2007, και ώρα 19:30 παραβρέθηκε στο Σισμανόγλειο Μέγαρο για την παρουσίαση της Τουρκικής μετάφρασης του βιβλίου του, « Μην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρομείο », « Postaneye Asla Yalnız Gitme -μεταφράστρια Sona Özzakar », που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία του Γενικού Προξένου της Ελλάδας κ. Αλέξη Αλεξανδρή και του Εκδοτικού Οίκου « Kanat Kitap ».
Το έβδομο αυτό βιβλίο του Κούλογλου, είναι best seller στην Ελλάδα με περισσότερα από 35.000 αντίτυπα.
Κ. Τσ.
22 Mayıs 2009 Cuma
ΑΡΑ ΓΚΙΟΥΛΕΡ
«Κουβεντούλες στο Ζάππειο, για το Πέραν - με το Δημοσιογραφικό Φακό»
Στα πλαίσια εκδηλώσεων του Δήμου «Κουβεντούλες στο Πέρα», στις 22 Φεβρουαρίου 2007 και ώρα 19:00, στην κατάμεστη -μέχρι τις κερκίδες-, Αίθουσα Θεάτρου του Ζαππείου, παρουσία του Δημάρχου του Πέρα κ. Αχμέτ Μ. Ντεμιρτζάν, και του Γενικού Προξένου της Ελλάδας κ. Αλέξανδρου Αλεξανδρή, φιλοξενήθηκαν, ο ογδοντάχρονος βετεράνος της φωτογραφικής τέχνης Αρά Γκιουλέρ και ο πρώην μαθητευόμενος, νυν συνεργάτης του, Τζοσκούν Αράλ.
Ο Αρά Γκιουλέρ, όπως είναι γνωστό κρατάει ένα υπέροχο καφενείο-γκαλερί σε ένα από τα πολύ γνωστά στενά του Πέρα, κι όσοι θέλουν να βυθιστούν στον ασπρόμαυρο κόσμο του, δεν έχουν τίποτε άλλο, παρά να το επισκεφτούν. Ως μοναδικός ρεπόρτερ του Πικάσο, και ως βραβευμένος δημοσιογράφος- φωτογράφος σε πολλαπλές εφημερίδες στην Τουρκία και στο εξωτερικό για το πολύ πλούσιο φωτογραφικό του έργο, θα παραμείνει αθάνατος στη μνήμη μας, με «το τράμ στο χιονισμένο Πέρα». Επίσης οι απίθανες φωτογραφίες του, στο βραβευμένο έργο του Ορχάν Παμούκ, «Ιστανμπούλ», καθιστούν το έργο του νομπελίστα συγγραφέα «πρώτο» στο είδος του.
Οι καλεσμένοι πρώτα, απόλαυσαν τον καφέ τους στην Αίθουσα Υποδοχής, με συνοδεία
μουσικής από το συγκρότημα που κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης πήρε θέση στη σκηνή.
Στο πρόγραμμα που παρουσίασε ο Δήμος, η Διευθύντρια του Ζαππείου-Λυκείου,
κ. Δέσποινα Φιλίππου, καλωσόρισε τους προσκεκλημένους κάνοντας μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό της Σχολής.
Η κουβέντα με επίκεντρο θέμα «το Πέρα, με το δημοσιογραφικό φακό», έδωσε αφορμή στους ομιλητές να εκφράσουν τα βιώματα τους σαν κάτοικοι του Πέρα, τις απόψεις τους για τη φθορά που έζησε μέσα στον χρόνο, το ιστορικό Πέρα και να συζητήσουν για λύσεις και μέτρα που μπορούν να ληφθούν. Με πολύ χιούμορ και κέφι οι ομιλητές κατά τη διάρκεια «της κουβέντας», προβληματίσηκαν αλλά και προβλημάτισαν το ακροατήριο σχετικά με τις προβλέψεις και τους προγραμματισμούς του Δήμου για το Πέρα και ανέφεραν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την σημερινή εξέλιξη του παλαιότερα κοσμοπολίτικου κέντρου, μέσα από την τέχνη τους. Επίσης ενημέρωσαν το ακροατήριο σχετικά με τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στον τομέα τους ως δημοσιογράφοι. Συζητήθηκε η περίπτωση αναπαλαίωσης κτιρίων, όπως συνηθίζεται στις ευρωπαϊκές χώρες για την συντήρηση και διατήρηση της κτιριακής περιουσίας η οποία συνεισφέρει στην εικόνα της πόλης θετικά και για τεχνικές της πολεοδομίας που ακολουθούνται στην Ευρώπη. Με την απότομη διαπίστωση του Αρά Γκιουλέρ για την προχωρημένη ώρα, -ήταν 21:00- έληξε το πρόγραμμα, μέσα στα γέλια και τα χειροκροτήματα του κοινού.
Η επιτυχημένη εκδήλωση, στη ζεστή ατμόσφαιρα διαλόγου, μεταξύ των ομιλητών και του ακροατηρίου, ενέπνευσε τον Δήμαρχο και τον Γενικό Πρόξενο, οι οποίοι στον τελικό χαιρετισμό, συμφώνησαν η επόμενη εκδήλωση της σειράς «κουβεντούλες στο Πέρα», εντός του Μαρτίου, στην οποία θα φιλοξενηθεί ο Χασάν Κατσάν, -γελοιογράφος του περίφημου Γκιργκίρ της δεκαετίας του εβδομήντα-, να γίνει στο Σισμανόγλειο.
Συγχαίρουμε το Δήμο του Πέρα, για την πρωτοβουλιά του αυτή, κι ευχόμαστε τα σχέδια αναμόρφωσης του Πέρα να υλοποιηθούν, ώστε να’ μαστε πιο κοντά στο όραμα «του ιστορικού Σταυροδρομίου».
Κ. Τσ.
Στα πλαίσια εκδηλώσεων του Δήμου «Κουβεντούλες στο Πέρα», στις 22 Φεβρουαρίου 2007 και ώρα 19:00, στην κατάμεστη -μέχρι τις κερκίδες-, Αίθουσα Θεάτρου του Ζαππείου, παρουσία του Δημάρχου του Πέρα κ. Αχμέτ Μ. Ντεμιρτζάν, και του Γενικού Προξένου της Ελλάδας κ. Αλέξανδρου Αλεξανδρή, φιλοξενήθηκαν, ο ογδοντάχρονος βετεράνος της φωτογραφικής τέχνης Αρά Γκιουλέρ και ο πρώην μαθητευόμενος, νυν συνεργάτης του, Τζοσκούν Αράλ.
Ο Αρά Γκιουλέρ, όπως είναι γνωστό κρατάει ένα υπέροχο καφενείο-γκαλερί σε ένα από τα πολύ γνωστά στενά του Πέρα, κι όσοι θέλουν να βυθιστούν στον ασπρόμαυρο κόσμο του, δεν έχουν τίποτε άλλο, παρά να το επισκεφτούν. Ως μοναδικός ρεπόρτερ του Πικάσο, και ως βραβευμένος δημοσιογράφος- φωτογράφος σε πολλαπλές εφημερίδες στην Τουρκία και στο εξωτερικό για το πολύ πλούσιο φωτογραφικό του έργο, θα παραμείνει αθάνατος στη μνήμη μας, με «το τράμ στο χιονισμένο Πέρα». Επίσης οι απίθανες φωτογραφίες του, στο βραβευμένο έργο του Ορχάν Παμούκ, «Ιστανμπούλ», καθιστούν το έργο του νομπελίστα συγγραφέα «πρώτο» στο είδος του.
Οι καλεσμένοι πρώτα, απόλαυσαν τον καφέ τους στην Αίθουσα Υποδοχής, με συνοδεία
μουσικής από το συγκρότημα που κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης πήρε θέση στη σκηνή.
Στο πρόγραμμα που παρουσίασε ο Δήμος, η Διευθύντρια του Ζαππείου-Λυκείου,
κ. Δέσποινα Φιλίππου, καλωσόρισε τους προσκεκλημένους κάνοντας μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό της Σχολής.
Η κουβέντα με επίκεντρο θέμα «το Πέρα, με το δημοσιογραφικό φακό», έδωσε αφορμή στους ομιλητές να εκφράσουν τα βιώματα τους σαν κάτοικοι του Πέρα, τις απόψεις τους για τη φθορά που έζησε μέσα στον χρόνο, το ιστορικό Πέρα και να συζητήσουν για λύσεις και μέτρα που μπορούν να ληφθούν. Με πολύ χιούμορ και κέφι οι ομιλητές κατά τη διάρκεια «της κουβέντας», προβληματίσηκαν αλλά και προβλημάτισαν το ακροατήριο σχετικά με τις προβλέψεις και τους προγραμματισμούς του Δήμου για το Πέρα και ανέφεραν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την σημερινή εξέλιξη του παλαιότερα κοσμοπολίτικου κέντρου, μέσα από την τέχνη τους. Επίσης ενημέρωσαν το ακροατήριο σχετικά με τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στον τομέα τους ως δημοσιογράφοι. Συζητήθηκε η περίπτωση αναπαλαίωσης κτιρίων, όπως συνηθίζεται στις ευρωπαϊκές χώρες για την συντήρηση και διατήρηση της κτιριακής περιουσίας η οποία συνεισφέρει στην εικόνα της πόλης θετικά και για τεχνικές της πολεοδομίας που ακολουθούνται στην Ευρώπη. Με την απότομη διαπίστωση του Αρά Γκιουλέρ για την προχωρημένη ώρα, -ήταν 21:00- έληξε το πρόγραμμα, μέσα στα γέλια και τα χειροκροτήματα του κοινού.
Η επιτυχημένη εκδήλωση, στη ζεστή ατμόσφαιρα διαλόγου, μεταξύ των ομιλητών και του ακροατηρίου, ενέπνευσε τον Δήμαρχο και τον Γενικό Πρόξενο, οι οποίοι στον τελικό χαιρετισμό, συμφώνησαν η επόμενη εκδήλωση της σειράς «κουβεντούλες στο Πέρα», εντός του Μαρτίου, στην οποία θα φιλοξενηθεί ο Χασάν Κατσάν, -γελοιογράφος του περίφημου Γκιργκίρ της δεκαετίας του εβδομήντα-, να γίνει στο Σισμανόγλειο.
Συγχαίρουμε το Δήμο του Πέρα, για την πρωτοβουλιά του αυτή, κι ευχόμαστε τα σχέδια αναμόρφωσης του Πέρα να υλοποιηθούν, ώστε να’ μαστε πιο κοντά στο όραμα «του ιστορικού Σταυροδρομίου».
Κ. Τσ.
ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΣ ΤΥΠΟΣ - ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ
« Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ» ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ
Η Σούλα Μπόζη, απόφοιτος του Ζαππείου Παρθεναγωγείου, προσήλθε στη μητέρα σχολή να τιμήσει « τις εκδηλώσεις των 130 χρόνων », στις 2 Δεκεμβρίου 2005, με τη διάλεξη που είχε θέμα: Τα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα γλυκά της Ανατολής.
...Το τραπέζι δεν αποβλέπει μόνο στον κορεσμό της πείνας, αλλά στοχεύει στην ανθρώπινη επικοινωνία...
Επικοινώνησαν μικροί- μεγάλοι, γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί γύρω από το τραπέζι διαλόγου περί γεύσεων της κ.Μπόζη. Η δίγλωσση παρουσίαση στην ελληνική και τουρκική από την ομιλήτρια, έδωσε αφορμή στους τουρκόφωνους εκπαιδευτικούς της σχολής, αλλά και στους αραβόφωνους γονείς να συμβάλλουν στο οδοιπορικό αυτό
« γεύσεων». Οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα φτιαγμένα σύμφωνα με τη συνταγή της πολίτικης κουζίνας, από τις μητέρες των μαθητών στο φινάλε της εκδήλωσης, θύμιζε την ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, στην οποία η συγγραφέας συνεργάστηκε ως ειδική σύμβουλος.
Το δεκαήμερο αυτό η κ. Μπόζη ήταν στην Πόλη, πάλι ως σύμβουλος, για τα γυρίσματα της ταινίας «Οι μάγισσες της Σμύρνης», -το γνωστό έργο της Μεϊμαρίδου που έχει μεταφραστεί και στην τουρκική γλώσσα-.
Η ερευνήτρια- λαογράφος και συγγραφέας, μας ανήγγειλε ότι, η βιβλιοπαρουσίαση του τελευταίου της έργου « Τα μικρασιατικά γλυκά», θα γίνει στις 12 Δεκεμβρίου 2005 και ώρα 18:00, στο ..........
Της ευχόμαστε επιτυχίες στο έργο της και την ευχαριστούμε θερμά.
Ακολουθεί η συνταγή της κ.Μπόζη για ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ, (σε όσους δεν πρόλαβαν να τα δοκιμάσουν):
2 ½ ποτήρια ελαιόλαδο 200 γρ. σιμιγδάλι
¾ του ποτηριού χυμό πορτοκαλιού 1 κουταλάκι κανέλα
1 ποτήρι του κρασιού ζάχαρη 150 γρ.καρύδια κοπανισμένα
3 κουταλάκια μπέικιν πάουντερ Για το σιρόπι: 2 ποτήρια ζάχαρη
2 κουταλάκια σόδα 2 κουταλιές μέλι
1 ποτηράκι κονιάκ ή ρακί 100 γρ. καρύδια κοπανισμένα
1 κιλό αλεύρι κανέλα
Βάζουμε όλα τα υλικά σε μια λεκάνη και τα ζυμώνουμε. Πλάθουμε τα φοινίκια και τα τοποθετούμε σε λαδωμένο ταψί. Τα ψήνουμε σε μέτριο φούρνο.
Για το σιρόπι, βράζουμε 2 ποτήρια ζάχαρη, 3 ποτήρια νερό και 2 κουταλιές μέλι. ΄Οταν δέσει, το αποσύρουμε από τη φωτιά και βάζουμε τα κρύα φοινίκια μέσα στο σιρόπι, ανά 10 κομμάτια, επί 2-3 λεπτά. Τα βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και τα τοποθετούμε σε πιατέλα. Τα πασπαλίζουμε με κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ « Ζαππίδα »
Η Σούλα Μπόζη, απόφοιτος του Ζαππείου Παρθεναγωγείου, προσήλθε στη μητέρα σχολή να τιμήσει « τις εκδηλώσεις των 130 χρόνων », στις 2 Δεκεμβρίου 2005, με τη διάλεξη που είχε θέμα: Τα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα γλυκά της Ανατολής.
...Το τραπέζι δεν αποβλέπει μόνο στον κορεσμό της πείνας, αλλά στοχεύει στην ανθρώπινη επικοινωνία...
Επικοινώνησαν μικροί- μεγάλοι, γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικοί γύρω από το τραπέζι διαλόγου περί γεύσεων της κ.Μπόζη. Η δίγλωσση παρουσίαση στην ελληνική και τουρκική από την ομιλήτρια, έδωσε αφορμή στους τουρκόφωνους εκπαιδευτικούς της σχολής, αλλά και στους αραβόφωνους γονείς να συμβάλλουν στο οδοιπορικό αυτό
« γεύσεων». Οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα φτιαγμένα σύμφωνα με τη συνταγή της πολίτικης κουζίνας, από τις μητέρες των μαθητών στο φινάλε της εκδήλωσης, θύμιζε την ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, στην οποία η συγγραφέας συνεργάστηκε ως ειδική σύμβουλος.
Το δεκαήμερο αυτό η κ. Μπόζη ήταν στην Πόλη, πάλι ως σύμβουλος, για τα γυρίσματα της ταινίας «Οι μάγισσες της Σμύρνης», -το γνωστό έργο της Μεϊμαρίδου που έχει μεταφραστεί και στην τουρκική γλώσσα-.
Η ερευνήτρια- λαογράφος και συγγραφέας, μας ανήγγειλε ότι, η βιβλιοπαρουσίαση του τελευταίου της έργου « Τα μικρασιατικά γλυκά», θα γίνει στις 12 Δεκεμβρίου 2005 και ώρα 18:00, στο ..........
Της ευχόμαστε επιτυχίες στο έργο της και την ευχαριστούμε θερμά.
Ακολουθεί η συνταγή της κ.Μπόζη για ΜΕΛΟΜΑΚΑΡΟΝΑ, (σε όσους δεν πρόλαβαν να τα δοκιμάσουν):
2 ½ ποτήρια ελαιόλαδο 200 γρ. σιμιγδάλι
¾ του ποτηριού χυμό πορτοκαλιού 1 κουταλάκι κανέλα
1 ποτήρι του κρασιού ζάχαρη 150 γρ.καρύδια κοπανισμένα
3 κουταλάκια μπέικιν πάουντερ Για το σιρόπι: 2 ποτήρια ζάχαρη
2 κουταλάκια σόδα 2 κουταλιές μέλι
1 ποτηράκι κονιάκ ή ρακί 100 γρ. καρύδια κοπανισμένα
1 κιλό αλεύρι κανέλα
Βάζουμε όλα τα υλικά σε μια λεκάνη και τα ζυμώνουμε. Πλάθουμε τα φοινίκια και τα τοποθετούμε σε λαδωμένο ταψί. Τα ψήνουμε σε μέτριο φούρνο.
Για το σιρόπι, βράζουμε 2 ποτήρια ζάχαρη, 3 ποτήρια νερό και 2 κουταλιές μέλι. ΄Οταν δέσει, το αποσύρουμε από τη φωτιά και βάζουμε τα κρύα φοινίκια μέσα στο σιρόπι, ανά 10 κομμάτια, επί 2-3 λεπτά. Τα βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και τα τοποθετούμε σε πιατέλα. Τα πασπαλίζουμε με κανέλα και κοπανισμένα καρύδια.
ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ « Ζαππίδα »
ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
Το κείμενο που ακολουθεί, είναι η εισήγηση της Κορνηλίας Τσεβίκ, (υποψήφιας διδάκτορος του Α.Π.Θ.), φιλολόγου της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας του Ζαππείου, και του Τμήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Πόλης, στο Συνέδριο με θέμα « Τα Μαράσλεια Σχολεία στη Ν.Α. Ευρώπη: Εκατό Χρόνια Λειτουργίας του Μαράσλειου Διδακτηρίου Θεσσαλονίκης (1905-2005)» που πραγματοποιήθηκε στο Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, στις
3-4. 6. 2005, υπό την αιγίδα του Τμήματος Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής.
Κοινωνία και εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη στο β΄μισό του 19ου αιώνα και η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή
Κυρίες και κύριοι Σύνεδροι,
Η κοινωνική και εκπαιδευτική ζωή της Κων/πολης, στο β΄μισό του 19ου αιώνα, μαζί με την πνευματική άνθηση, δημιούργησαν το κλίμα για την πνευματική αναβάθμιση. Εκλεκτοί άνδρες του γένους, επένδυσαν σε σχολεία που θεωρήθηκαν πυρήνες του κοινωνικού μηχανισμού για την άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της κοινωνίας. Μεταξύ αυτών έχουμε και το φωτεινό παράδειγμα του εθνικού ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή από την Οδυσσό, ο οποίος χρηματοδότησε την ιστορική Πατριαρχική Αστική Σχολή στο Φανάρι της Κων/πολης, που είναι από τότε γνωστή ως Πατριαρχική Μαράσλειος Σχολή.
Ποιοί είναι οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που καθορίζουν το κλίμα της εποχής; Τί γνωρίζουμε για τη Μαράσχλειο Σχολή; Είναι τα θέματα που θα μας απασχολήσουν σήμερα.
Η αριθμητική δύναμη του ελληνικού στοιχείου και η ποσοτική σχέση του τόσο με το κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο, όσο και με τις άλλες εθνικές ομάδες της πρωτεύουσας, αποτελεί φαινόμενο άξιο ιδιαίτερης προσοχής. Ο πληθυσμός της Πόλης, σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του 1897, κυμαίνεται στους 1.052.000 συνολικά κατοίκους. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις βασισμένες στις στατιστικές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανεβάζουν τον αριθμό των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, σε 364.459.
Σε σχέση με τις άλλες εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες, οι Έλληνες ορθόδοξοι υπολείπονταν αριθμητικά απέναντι στους μουσουλμάνους.
Η κατανομή του ελληνικού πληθυσμού στο εσωτερικό της πόλης είχε αρχικά βασιστεί σ΄ένα μάλλον στατικό πρότυπο. Οι Οθωμανοί κατακτητές είχαν μονοπωλήσει τον κεντρικό τομέα, ενώ οι λίγοι Έλληνες που είχαν εναπομείνει, μετά την Άλωση, περιορίστηκαν γύρω από τις ορθόδοξες εκκλησίες που συνέχιζαν να λειτουργούν. Οι λατρευτικές αυτές εστίες χρησίμευαν ακόμη ως γενικότερα πνευματικά κέντρα ενώ, βαθμιαία, αναδύθηκαν στην περιφέρειά τους σχολεία, πολιτιστικοί σύλλογοι και ευαγή ιδρύματα.
Θα ήταν δυνατό να υποστηριχτεί ότι, στην εσωτερική δυναμική της, η ελληνική παρουσία συναρτήθηκε ως ένα βαθμό με τη διαμόρφωση πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων που συνέχονταν με την ανάδειξη νέων οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών κέντρων στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ ο τομέας της παλαιάς πόλης έχασε την οικονομική του βαρύτητα, ο Γαλατάς και το Πέρα εξελίχτηκαν σε εστίες όχι μόνο εμπορικής και τραπεζικής δραστηριότητας, αλλά και εντεινόμενης διεθνούς πολιτικής και κοινωνικής ζύμωσης.
Ο Α. Σύνβετ παρατηρεί ότι: Η σημαντική αυτή κοινότητα το 1878 βρίσκεται σε περίοδο άνθησης. Στην ανώτερη δοίηκηση, στα ελεύθερα επαγγέλματα, διαθέτει στελέχη μεγάλης ικανότητας. Στον τραπεζικό τομέα, στο εμπόριο, οι Έλληνες κατέχουν αδιαμφισβήτητα την πρώτη θέση.
Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε πάντοτε σημαντικό διοικητικό, εμπορικό, πνευματικό και οικονομικό κέντρο. Ήδη όμως, στο δεύτερο μισό του 19ου αι, ενίσχυσε αποφασιστικά την παρουσία της στο χώρο της διεθνούς αγοράς, παρέχοντας πλούσιες ευκαιρίες απασχόλησης. Οι Έλληνες θα επωφεληθούν, για να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο ως μέλη της επιχειρηματικής μικροαστικής τάξης των μεταπρατών, χρηματιστών και παραγγελιοδόχων, εξασφαλίζοντας την επικοινωνία των Ευρωπαίων εισαγωγέων και τραπεζιτών με τοπικά όργανα και φορείς. Παράλληλα, επεξέτειναν την επιρροή τους στους κόλπους μιας κοινωνίας στο στάδιο της ανάπτυξής της, κυρίως ως δικηγόροι, ιατροί, φαρμακοποιοί και μηχανικοί. Τέλος, υπεισέρχονταν σε βάθος στην κατηγορία των μεσαίας τάξης μισθωτών υπαλλήλων μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών επιχειρήσεων ή εμπορικών οίκων, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, πρακτορείων και εφοπλιστικών γραφείων –πολλά από τα οποία λειτουργούσαν και με ελληνικά κεφάλαια. Η παρουσία των Ελλήνων ήταν ακόμη ιδιαίτερα αισθητή στον τομέα της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας.
Παράλληλα με τη σταδιακή επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Ευρώπη, αλλάζουν και οι οικονομικές σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η αναβίωση μιας ισχυρής ελληνικής εμπορικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη σοβαρή υποβάθμισή της εξαιτίας των γεγονότων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, θα συνυφανθεί με μια εντυπωσιακή αναβάθμιση στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που επικράτησαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Η άρση του συστήματος Yed –i Vahit, η ανάκληση των ειδικών αδειών μεταφοράς και η κατάργηση των εσωτερικών τελωνειακών τελών, συνέπεσαν με την ευρεία εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων στην οθωμανική επικράτεια –δέκα εκατομμύρια εισαγομένων αγαθών στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη της δεκαετίας του 1860 – και τη διάνοιξη μιας τουρκικής αγοράς που, κατά βάση, λειτουργούσε πάνω στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου. Βαθμιαία η ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σφαίρα επιρροής του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού συστήματος ευνόησε την ανάπτυξη των ευρύτερων αυτών εμπορικών διασυνδέσεων μέσω της Κωνσταντινούπολης, σημείου διασταύρωσης των οδών μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Πέρα από την εξασφάλιση της ιθύνουσας θέσης στο εμπόριο, οι Έλληνες προσαρμόστηκαν δυναμικά στις νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας που αναδύθηκαν, -κυρίως μετά το 1860,- επικεντρωμένες στην Κωνσταντινούπολη. Σημαντικό μέρος των κεφαλαίων που συσσωρεύτηκαν μέσω του εμπορίου διοχετεύτηκε στον τραπεζικό τομέα, ιδίως μετά την ύφεση στο πεδίο του διαμετακομιστικού εμπορίου.
Οπωσδήποτε, όμως, οι Έλληνες δέσποζαν ή, έστω, διατηρούσαν ισχυρή την παρουσία τους σε ορισμένους τομείς, γεγονός που ενίσχυε την συνείδηση της ιδιαίτερης ταυτότητας στους κόλπους της ίδιας της εθνικής οικογένειας αλλά και, ακόμη, μεταξύ των τρίτων. Οι εκπρόσωποί τους ήταν παρόντες σε κάθε σχεδόν κλάδο της μεγάλης αγοράς εργασίας που αποτελούσε η Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηρίζονταν, όμως, κυρίως για τη σύμπτυξη μιας ευημερούσας μεσαίας τάξης, τα μέλη της οποίας συνεισέφεραν τις ικανότητες και το δυναμισμό τους στο πεδίο της οικονομικής ζωής.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του μεταρρυθμιστικού διατάγματος Χάττι- Χουμαγιούν (1856), η δημόσια διοίκηση όφειλε να ανοίξει τις πύλες σε όλους τους υπηκόους του σουλτάνου, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο εθνικό ή θρησκευτικό τους προσανατολισμό.
Στο επίπεδο της κρατικής μηχανής, η διπλωματική υπηρεσία ήταν ανοιχτή για τους Έλληνες περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο της δημόσιας διοίκησης.
Χαρακτηριστικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1880, σε σύνολο 23.826 κρατικών λειτουργών στην Κωνσταντινούπολη, δεν εντοπίζονταν παρά μόνο 248 Έλληνες –ποσοστό 1,2%.
Το ελληνικό στοιχείο της πρωτεύουσας, ισχυρό στο οικονομικό και ενισχυμένο στο κοινωνικό πεδίο, αφού είχε δημιουργήσει ισχυρούς εκπαιδετικούς και πολιτισμικούς φορείς και διεισδύσει, έστω και σε μικρή έκταση, στη διοικητική ιεραρχία –ιδιαίτερα στη διπλωματική υπηρεσία, ήταν εύλογο ήδη να επιδιώκει την πρόσβαση στα ανώτερα κλιμάκια της κρατικής εξουσίας. Η ματαίωση όμως από τον Αβδούλ Χαμήτ της εφαρμογής των βασικών προδιαγραφών του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, και συγκεκριμένα της αρχής της ισοπολιτείας μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στους κόλπους ενός φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους, διέψευσε την τολμηρή αυτή προσδοκία.
Μετά την επικράτηση της επανάστασης των Νεότουρκων (1908), διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα αρνητικές συνθήκες για τον ελληνισμό της Πόλης και της Μικράς Ασίας.
Μετά το 1923 η ελληνική συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Πόλης συνεχίζεται μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας.
2.1. Εκπαίδευση
Ο διάσημος Γάλλος γεωγράφος Elisee Reclus, που περιηγήθηκε τη Μ. Ασία στα μέσα του 19ου αιώνα μιλώντας για τη φιλομάθεια των Ελλήνων είπε:
« Κανένας λαός δεν καταβάλλει τόσες προσπάθειες για τη μόρφωση των παιδιών του, όσο οι Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Μ. Ασίας. Σε κάθε πόλη ή χωριό το σχολείο είναι «η μεγάλη υπόθεση». Οι έμποροι και οι επαγγελματίες, μετά τις εμπορικές τους συναλλαγές και δοσοληψίες, θα συζητήσουν μόνο για τα σχολεία και τις παιδαγωγικές μεθόδους, που πρέπει να εφαρμόζονται. Το πρώτο πράγμα που θα κάνουν, όταν κάποιος ξένος φθάσει στην πόλη ή το χωριό τους, είναι να τον οδηγήσουν στο σχολειό τους».
Η ορθόδοξη εκκλησία, με την ένταξή της στις δομές του Οθωμανικού πολιτειακού μορφώματος μετά την Άλωση, αποκτά ευρύτερες δικαιοδοσίες, μία από τις οποίες είναι η παιδεία. Παρέχεται δηλαδή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το ΄΄προνόμιο΄΄ της διαχείρησις της παιδείας των πνευματικών του υπηκόων.
Όλες οι μαρτυρίες της εποχής συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση : «Δεν υπάρχει άλλη κοινότητα που να έχει στον ίδιο βαθμό συμβάλλει στην ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης», επισημαίνει επιγραμματικά, το 1878, ένας αξιόλογος ξένος παρατηρητής, ο Α. Σύνβετ.
Στον τομέα της παιδείας, απόρροια των «προνομίων» που αναγνώριζε ο εκάστοτε σουλτάνος από την εποχή του Μωάμεθ του Πορθητή και του Πατριάρχη Γενναδίου, η εκπαιδευτική πολιτική, η διδακτέα ύλη και τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως σχεδιάζονταν από την Πατριαρχική Εκπαιδευτική Επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε το 1836. Στις εργασίες αυτές, συντονιστικό ρόλο είχε ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1860), μαζί με μία ομάδα από εκπαιδευτικούς συλλόγους που ιδρύθηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Καθοριστική πρέπει να θεωρηθεί και η δυνατότητα που έδινε το μεταρρυθμιστικό διάταγμα Χάττι- Χουμαγιούν (1856), που επέτρεπε στα ΄΄Μιλλέτ΄΄ (εθνικές μειονότητες) να ιδρύουν δημόσια σχολεία επιστημών, τεχνών και βιομηχανίας, διασφαλίζοντας το δικαίωμα της ανώτερης παιδείας μετά τη στοιχειώδη πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Τη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος του ελληνισμού της Πόλης συνιστούσαν τα κατώτερα ενοριακά σχολεία.
Παράλληλα με τα ενοριακά σχολεία λειτουργούσαν και ιδιωτικά ελληνικά σχολεία, τα οποία ως προς τη διδακτέα ύλη εποπτεύονταν από το Πατριαρχείο.
Το 1902, απαριθμούνταν 185 σχολεία με 612 διδασκάλους και 19.132 μαθητές: ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν έξι Γυμνάσια (τρία στο Πέρα, ένα στο Φανάρι και δύο στη Χάλκη) με 83 καθηγητές και 1.030 σπουδαστές, 137 σχολεία μέσου τύπου και 42 ΄΄γραμματοδιδασκαλεία΄΄, που εντοπίζονταν στο δυτικό κυρίως τμήμα της πρωτεύουσας. Με αναφορά σε μόνη την περιφέρεια της αρχιεπισκοπής, Κωνσταντινουπόλεως, οι στατιστικές αναφέρουν 71 σχολεία με 360 δασκάλους για το ακαδημαϊκό έτος 1903-4 και 72 με 398 για το 1904-5 δέκα χρόνια νωρίτερα, ο Επιθεωρητής των Σχολείων της ίδιας περιοχής είχε αναφέρει την ύπαρξη, αντίστοιχα, 68 σχολείων και 294 καθηγητών με 10.749 μαθητές –5.496 αγόρια και 5.253 κορίτσια, ανεβάζοντας σε δεκατέσσερις χιλιάδες τον αριθμό τους για την ευρύτερη περιφέρεια της πρωτεύουσας.
Τα ελληνικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης διακρίνονταν σε ανώτερα και κατώτερα. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονταν: η Θεολογική Σχολή, η οποία ιδρύθηκε στη Χάλκη το 1844, η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, το αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα του υπόδουλου έθνους με κατεύθυνση προς τη γενική παιδεία, η Ελληνοεμπορική Σχολή της Χάλκης, σε λειτουργία από το 1831, το Ζωγράφειον Γυμνάσιον, εξειδικευμένο στις θετικές επιστήμες, καθώς και το Ελληνογαλλικόν Λύκειον του Χ. Χατζηχρήστου –και τα δύο στο Πέρα. Το Εθνικόν Ζάππειον Παρθεναγωγείον, το οποίο ιδρύθηκε το 1875 στο Πέρα, το Εθνικόν Ιωακείμειον Παρθεναγωγείων στο Φανάρι και το Ανώτερον Παρθεναγωγείον ΄΄Η Παλλάς΄΄, το οποίο λειτούργησε από το 1874 ως το 1899. Τα κατώτερα ή ΄΄αστικά΄΄ εκπαιδευτήρια διέθεταν πέντε ως επτά τάξεις, ενώ τα ΄΄δημοτικά΄΄ περιορίζονταν σε δύο με τέσσερις.
Κατά το διάστημα 1900-1915, η διοίκηση της ελληνορθόδοξης εκπαίδευσης, στην Αρχιεπισκοπή της Κων/Πόλεως ακολουθεί το παρακάτω σχήμα:
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι η ανώτατη αρχή της ελληνικής κοινότητας και της ελληνικής παιδείας ενσωματωμένος στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα.
Σημαντικό ρόλο παίζει και το Υπουργείο Παιδείας της Οθωμανικής Κυβέρνησης, ο έλεγχος του οποίου προς τα σχολεία των κοινοτήτων, παρά τις προσπάθειες για μεταβολή του προνομιακού καθεστώτος, παραμένει χαλαρός. Από το 1908 η κρατική εποπτεία γίνεται αμεσότερη και περισσότερο έντονη, χωρίς όμως να παρακάμπτει τη θρησκευτική ηγεσία των μιλλέτ, κάτι που γίνεται σε πρώτη φάση το 1915 και ολοκληρώνεται από το 1923 κι εξής.
Ο Πατριάρχης πλαισιώνεται από τα Δύο Σώματα, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο και το Διαρκές Εθνικό Μικτό Συμβούλιο. Το τελευταίο συγκροτείται από δώδεκα μέλη, τέσσερις μητροπολίτες – ο πρώτος τη τάξει από τους οποίους προεδρεύει –και οκτώ λαϊκούς.
Τα ειδικότερα θέματα ρυθμίζονται με εγκυκλίους υπογεγραμμένες από την Μ. Πρωτοσυγγελία, ύστερα από αποφάσεις της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής.
Οι εφορίες διαχειρίζονται τα οικονομικά των σχολείων και έχουν την ευθύνη της επιλογής των δασκάλων, ο διορισμός και η τυχόν παύση, όμως, των οποίων, όπως και καθε άλλη σημαντική ενέργεια της εφορίας, γίνεται μετά από έγκριση της Π.Κ.Ε.Ε., προς την οποία οφείλει η εφορία να υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση πεπραγμένων.
Στη βάση, τέλος, της διοικητικής πυραμίδας βρίσκεται ο διευθυντής της κάθε σχολής, ο οποίος επιλέγεται από την εφορία με κριτήριο τις σπουδές του και την εμπειρία του.
Το πρόσφορο έδαφος στους κόλπους της Πόλης, το β΄μισό του 19ου αιώνα θα δημιουργήσει αισθητή πνευματική ανάπτυξη και τρέχουσα πνευματική ζωή.
Την περίοδο από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1922 η Πόλη αποτελεί κέντρο φιλολογικών, γλωσσικών και λογοτεχνικών διεργασιών.
Μέχρι το 1922 οι απογευματινές συναντήσεις των λογίων και διανοουμένων της εποχής, στα σταυροδρομίτικα σπίτια, με τους δημοτικιστές και τους καθαρευουσιάνους, δημιούργησαν ζυμώσεις έντονης πνευματικότητας, με κυρίαρχο το ανδρικό φύλο και ελάχιστες μορφωμένες Πολίτισσες.
Τα φαναριώτικα σαλόνια των Θ. Γεωργιάδη και Ανδρέα Σπαθάρη, επίσης τα φιλογικά σαλόνια του Πέραν, ήταν μουσικοφιλολογικές συκεντρώσεις που άφησαν εποχή. Η ευρύτητα και το περιεχόμενο των πνευματικών ενδιαφερόντων και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινότητας αναδίνεται παραστατικά και μέσα από την ζωογόνο παρουσία της λογοτεχνίας , του τύπου, του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή
Η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή βρίσκεται στο Φανάρι, δίπλα ακριβώς στο Πατριαρχείο. Ήταν εθνική σχολή, έχοντας μάλιστα ως πρόεδρο της εφορίας τον Πρωτοσύγγελο. Η ίδρυσή της χάνεται στο βάθος του χρόνου, καθώς αποτελεί τη μετεξέλιξή του « κοινού» σχολείου που λειτουργεί στο Φανάρι από τα πρώτα μετά την Άλωση χρόνια, ως προκαταρκτική σχολή και παράρτημα της Πατριαρχικής Ακαδημίας (της μετέπειτα Μεγάλης του Γένους Σχολής), έχοντας κοινή διεύθυνση και εφορία, ακόμα και κατά το διάστημα (1837-1850) που η Σχολή είχε μεταφερθεί στην Ξηροκρήνη. Η σταδιακή ενσωμάτωση του τριτάξιου Ελληνικού σχολείου στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που ολοκληρώθηκε με τη μεταρρύθμιση του 1873, κατά την οποία η τελευταία γίνεται οκτατάξια με 4τάξιο Ελληνικό τμήμα και 4τάξιο Γυμνάσιο, οδηγούν στη χειραφέτηση του Προκαταρκτικού Τμήματος, που στη συνέχεια, από το 1882, εξελίσσεται σε πλήρη επτατάξια αστική σχολή. Στις 29 Ιουνίου 1901 τελούνται – ΄΄δημοτελέστατα και μεγαλοπρεπέστατα΄΄- τα εγκαίνια του νέου κτιρίου της σχολής, που χτίστηκε με χρηματοδότηση του εθνικού ευεργέτη Γ. Μαρασλή από την Οδησσό. Από το 1902, μετά την ίδρυση διδασκαλικού τμήματος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή, όπως πλέον έχει ονομαστεί, χρησιμοποιείται για την υποδειγματική διαδασκαλία και τις ασκήσεις των μαθητών του νεοϊδρυθέντος τμήματος.
Στις αρχές επομένως του 20ου αιώνα, η σχολή περιβάλλεται από μια αίγλη, που όμοιά της δεν συναντάται σε άλλη πρωτοβάθμια σχολή της Αρχιεπισκοπής. Οι τελετές λήξης του σχολικού έτους αποτελούν γεγονός ανάλογης σπουδαιότητας με τις τελετές των δευτεροβάθμιων μόνο σχολών ενώ αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς μαθητές από διάφορα σημεία της Πόλης. Κατά το σχολικό έτος 1901- 02 ΄΄εφοίτησαν 463 μαθηταί, ορμώμενοι ου μόνον εκ των πέριξ συνοικιών, αλλά και εξ άλλων μάλλον απομεμακρυσμένων΄΄. Ομοίως, από τους 192 μαθητές του σχολικού έτους 1905-06΄΄...το τρίτον σχεδόν εκ Φαναρίου, οι δε λοιποί προήρχοντο εξ ετέρων ενοριών΄΄. Τα χρόνια οικονομικά προβλήματα όμως που αντιμετωπίζει, οδηγούν αρχικά στη μείωση του αριθμού των δασκάλων και, κατά συνέπεια, και των μαθητών που μπορεί να δεχθεί και στη συνέχεια (το 1909)- στη διακοπή της λειτουργίας των τριών ανωτέρων τάξεων, « ...καθόσον μάλιστα τα μαθήματα των τάξεων τούτων διδάσκονται εν ταις κατωτέραις τάξεσιν της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής . Ωστόσο, τα οικονομικά προβλήματα ξεπερνιούνται και από το επόμενο κιόλας σχολικό έτος (1910-11) επαναλειτουργεί η Πέμπτη τάξη και στη συνέχεια, καθώς από το 1912, με την ίδρυση των Σχολών Πρακτικών Γνώσεων και Εμπορίου, όλες οι αστικές σχολές γίνονται εξατάξιες. Έχοντας ως φυσική της συνέχεια τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή δεν σχηματίζει Πρακτική τάξη.
Το πρόγραμμα της σχολής δε ταυτίζεται απόλυτα με τα εκάστοτε επίσημα προγράμματα της Π.Κ.Ε.Ε., χωρίς όμως και να διαφοροποιείται αισθητά. Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση είναι η διδασκαλία των Γαλλικών από την Δ΄ τάξη – αντί της Ε΄-στο πρόγραμμα του 1902-03. Πλήρης εναρμόνιση θα επιτευχθεί μόνο με το επίσημο πρόγραμμα του 1912.
Ο Γεώργιος Τζαζόπουλος, συγγενής του Γρηγορίου Μαρασλή, μετά από 51 χρόνια, το 1951, πιστός στη διαθήκη του, ανέλαβε την ανοικοδόμηση του κτιρίου.
Το σχολείο Μαρασλή λειτουργεί και σήμερα στο ίδιο καλλιμάρμαρο κτίριο. Έχει εννέα μαθητές (πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια), είναι πεντατάξιο και ακολουθεί το πρόγραμμα όλων των ομογενειακών δημοτικών σχολείων της Κων/πολης. Παρ΄όλη την πάροδο ενός και πλέον αιώνος εξακολουθεί να έχει ως φυσική του συνέχεια το γυμνασιακό τμήμα της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Ευχαριστώ όλους τους παράγοντες του Συνεδρίου για την άρτια οργάνωση του και την Πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής, κ.Σιδηρούλα-Ζιώγου Καραστεργίου που με κάλεσε να συμμετάσχω.
Βιβλιογραφία
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντινούπολη 1856-1908, Η Ακμή του Ελληνισμού, Εκδοτική Αθηνών 1994.
Σούλα Μπόζη, Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, Κοινότητα Σταυροδρομίου- Πέραν, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.
Σωτήρης Παλάσκας, Η ελληνική εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη των αρχών του 20ού αιώνα: οι δημοτικές και αστικές σχολές αρρένων και οι αντίστοιχες μικτές (1900-1915), Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001.
Χρίστος Π. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και η πνευματική κίνηση του ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922), Α΄- Β΄- Γ΄ τόμοι, Κεντρική Διάθεση, Βιβλιοπωλείο Γρηγόρη- Σόλωνος, Αθήνα 1991.
3-4. 6. 2005, υπό την αιγίδα του Τμήματος Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής.
Κοινωνία και εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη στο β΄μισό του 19ου αιώνα και η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή
Κυρίες και κύριοι Σύνεδροι,
Η κοινωνική και εκπαιδευτική ζωή της Κων/πολης, στο β΄μισό του 19ου αιώνα, μαζί με την πνευματική άνθηση, δημιούργησαν το κλίμα για την πνευματική αναβάθμιση. Εκλεκτοί άνδρες του γένους, επένδυσαν σε σχολεία που θεωρήθηκαν πυρήνες του κοινωνικού μηχανισμού για την άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της κοινωνίας. Μεταξύ αυτών έχουμε και το φωτεινό παράδειγμα του εθνικού ευεργέτη Γρηγορίου Μαρασλή από την Οδυσσό, ο οποίος χρηματοδότησε την ιστορική Πατριαρχική Αστική Σχολή στο Φανάρι της Κων/πολης, που είναι από τότε γνωστή ως Πατριαρχική Μαράσλειος Σχολή.
Ποιοί είναι οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες που καθορίζουν το κλίμα της εποχής; Τί γνωρίζουμε για τη Μαράσχλειο Σχολή; Είναι τα θέματα που θα μας απασχολήσουν σήμερα.
Η αριθμητική δύναμη του ελληνικού στοιχείου και η ποσοτική σχέση του τόσο με το κυρίαρχο μουσουλμανικό στοιχείο, όσο και με τις άλλες εθνικές ομάδες της πρωτεύουσας, αποτελεί φαινόμενο άξιο ιδιαίτερης προσοχής. Ο πληθυσμός της Πόλης, σύμφωνα με την επίσημη στατιστική του 1897, κυμαίνεται στους 1.052.000 συνολικά κατοίκους. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις βασισμένες στις στατιστικές του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ανεβάζουν τον αριθμό των ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, σε 364.459.
Σε σχέση με τις άλλες εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες, οι Έλληνες ορθόδοξοι υπολείπονταν αριθμητικά απέναντι στους μουσουλμάνους.
Η κατανομή του ελληνικού πληθυσμού στο εσωτερικό της πόλης είχε αρχικά βασιστεί σ΄ένα μάλλον στατικό πρότυπο. Οι Οθωμανοί κατακτητές είχαν μονοπωλήσει τον κεντρικό τομέα, ενώ οι λίγοι Έλληνες που είχαν εναπομείνει, μετά την Άλωση, περιορίστηκαν γύρω από τις ορθόδοξες εκκλησίες που συνέχιζαν να λειτουργούν. Οι λατρευτικές αυτές εστίες χρησίμευαν ακόμη ως γενικότερα πνευματικά κέντρα ενώ, βαθμιαία, αναδύθηκαν στην περιφέρειά τους σχολεία, πολιτιστικοί σύλλογοι και ευαγή ιδρύματα.
Θα ήταν δυνατό να υποστηριχτεί ότι, στην εσωτερική δυναμική της, η ελληνική παρουσία συναρτήθηκε ως ένα βαθμό με τη διαμόρφωση πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων που συνέχονταν με την ανάδειξη νέων οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών κέντρων στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ ο τομέας της παλαιάς πόλης έχασε την οικονομική του βαρύτητα, ο Γαλατάς και το Πέρα εξελίχτηκαν σε εστίες όχι μόνο εμπορικής και τραπεζικής δραστηριότητας, αλλά και εντεινόμενης διεθνούς πολιτικής και κοινωνικής ζύμωσης.
Ο Α. Σύνβετ παρατηρεί ότι: Η σημαντική αυτή κοινότητα το 1878 βρίσκεται σε περίοδο άνθησης. Στην ανώτερη δοίηκηση, στα ελεύθερα επαγγέλματα, διαθέτει στελέχη μεγάλης ικανότητας. Στον τραπεζικό τομέα, στο εμπόριο, οι Έλληνες κατέχουν αδιαμφισβήτητα την πρώτη θέση.
Η Κωνσταντινούπολη υπήρξε πάντοτε σημαντικό διοικητικό, εμπορικό, πνευματικό και οικονομικό κέντρο. Ήδη όμως, στο δεύτερο μισό του 19ου αι, ενίσχυσε αποφασιστικά την παρουσία της στο χώρο της διεθνούς αγοράς, παρέχοντας πλούσιες ευκαιρίες απασχόλησης. Οι Έλληνες θα επωφεληθούν, για να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο ως μέλη της επιχειρηματικής μικροαστικής τάξης των μεταπρατών, χρηματιστών και παραγγελιοδόχων, εξασφαλίζοντας την επικοινωνία των Ευρωπαίων εισαγωγέων και τραπεζιτών με τοπικά όργανα και φορείς. Παράλληλα, επεξέτειναν την επιρροή τους στους κόλπους μιας κοινωνίας στο στάδιο της ανάπτυξής της, κυρίως ως δικηγόροι, ιατροί, φαρμακοποιοί και μηχανικοί. Τέλος, υπεισέρχονταν σε βάθος στην κατηγορία των μεσαίας τάξης μισθωτών υπαλλήλων μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών επιχειρήσεων ή εμπορικών οίκων, τραπεζών, ασφαλιστικών εταιρειών, πρακτορείων και εφοπλιστικών γραφείων –πολλά από τα οποία λειτουργούσαν και με ελληνικά κεφάλαια. Η παρουσία των Ελλήνων ήταν ακόμη ιδιαίτερα αισθητή στον τομέα της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας.
Παράλληλα με τη σταδιακή επικράτηση της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Ευρώπη, αλλάζουν και οι οικονομικές σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις ευρωπαϊκές χώρες.
Η αναβίωση μιας ισχυρής ελληνικής εμπορικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη σοβαρή υποβάθμισή της εξαιτίας των γεγονότων της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, θα συνυφανθεί με μια εντυπωσιακή αναβάθμιση στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που επικράτησαν μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Η άρση του συστήματος Yed –i Vahit, η ανάκληση των ειδικών αδειών μεταφοράς και η κατάργηση των εσωτερικών τελωνειακών τελών, συνέπεσαν με την ευρεία εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων στην οθωμανική επικράτεια –δέκα εκατομμύρια εισαγομένων αγαθών στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη της δεκαετίας του 1860 – και τη διάνοιξη μιας τουρκικής αγοράς που, κατά βάση, λειτουργούσε πάνω στις αρχές του ελεύθερου εμπορίου. Βαθμιαία η ένταξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη σφαίρα επιρροής του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού συστήματος ευνόησε την ανάπτυξη των ευρύτερων αυτών εμπορικών διασυνδέσεων μέσω της Κωνσταντινούπολης, σημείου διασταύρωσης των οδών μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Πέρα από την εξασφάλιση της ιθύνουσας θέσης στο εμπόριο, οι Έλληνες προσαρμόστηκαν δυναμικά στις νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας που αναδύθηκαν, -κυρίως μετά το 1860,- επικεντρωμένες στην Κωνσταντινούπολη. Σημαντικό μέρος των κεφαλαίων που συσσωρεύτηκαν μέσω του εμπορίου διοχετεύτηκε στον τραπεζικό τομέα, ιδίως μετά την ύφεση στο πεδίο του διαμετακομιστικού εμπορίου.
Οπωσδήποτε, όμως, οι Έλληνες δέσποζαν ή, έστω, διατηρούσαν ισχυρή την παρουσία τους σε ορισμένους τομείς, γεγονός που ενίσχυε την συνείδηση της ιδιαίτερης ταυτότητας στους κόλπους της ίδιας της εθνικής οικογένειας αλλά και, ακόμη, μεταξύ των τρίτων. Οι εκπρόσωποί τους ήταν παρόντες σε κάθε σχεδόν κλάδο της μεγάλης αγοράς εργασίας που αποτελούσε η Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηρίζονταν, όμως, κυρίως για τη σύμπτυξη μιας ευημερούσας μεσαίας τάξης, τα μέλη της οποίας συνεισέφεραν τις ικανότητες και το δυναμισμό τους στο πεδίο της οικονομικής ζωής.
Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του μεταρρυθμιστικού διατάγματος Χάττι- Χουμαγιούν (1856), η δημόσια διοίκηση όφειλε να ανοίξει τις πύλες σε όλους τους υπηκόους του σουλτάνου, ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο εθνικό ή θρησκευτικό τους προσανατολισμό.
Στο επίπεδο της κρατικής μηχανής, η διπλωματική υπηρεσία ήταν ανοιχτή για τους Έλληνες περισσότερο από κάθε άλλο κλάδο της δημόσιας διοίκησης.
Χαρακτηριστικά, στις αρχές της δεκαετίας του 1880, σε σύνολο 23.826 κρατικών λειτουργών στην Κωνσταντινούπολη, δεν εντοπίζονταν παρά μόνο 248 Έλληνες –ποσοστό 1,2%.
Το ελληνικό στοιχείο της πρωτεύουσας, ισχυρό στο οικονομικό και ενισχυμένο στο κοινωνικό πεδίο, αφού είχε δημιουργήσει ισχυρούς εκπαιδετικούς και πολιτισμικούς φορείς και διεισδύσει, έστω και σε μικρή έκταση, στη διοικητική ιεραρχία –ιδιαίτερα στη διπλωματική υπηρεσία, ήταν εύλογο ήδη να επιδιώκει την πρόσβαση στα ανώτερα κλιμάκια της κρατικής εξουσίας. Η ματαίωση όμως από τον Αβδούλ Χαμήτ της εφαρμογής των βασικών προδιαγραφών του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, και συγκεκριμένα της αρχής της ισοπολιτείας μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στους κόλπους ενός φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους, διέψευσε την τολμηρή αυτή προσδοκία.
Μετά την επικράτηση της επανάστασης των Νεότουρκων (1908), διαμορφώθηκαν ιδιαίτερα αρνητικές συνθήκες για τον ελληνισμό της Πόλης και της Μικράς Ασίας.
Μετά το 1923 η ελληνική συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Πόλης συνεχίζεται μέσα σε κλίμα αβεβαιότητας.
2.1. Εκπαίδευση
Ο διάσημος Γάλλος γεωγράφος Elisee Reclus, που περιηγήθηκε τη Μ. Ασία στα μέσα του 19ου αιώνα μιλώντας για τη φιλομάθεια των Ελλήνων είπε:
« Κανένας λαός δεν καταβάλλει τόσες προσπάθειες για τη μόρφωση των παιδιών του, όσο οι Έλληνες της τουρκοκρατούμενης Μ. Ασίας. Σε κάθε πόλη ή χωριό το σχολείο είναι «η μεγάλη υπόθεση». Οι έμποροι και οι επαγγελματίες, μετά τις εμπορικές τους συναλλαγές και δοσοληψίες, θα συζητήσουν μόνο για τα σχολεία και τις παιδαγωγικές μεθόδους, που πρέπει να εφαρμόζονται. Το πρώτο πράγμα που θα κάνουν, όταν κάποιος ξένος φθάσει στην πόλη ή το χωριό τους, είναι να τον οδηγήσουν στο σχολειό τους».
Η ορθόδοξη εκκλησία, με την ένταξή της στις δομές του Οθωμανικού πολιτειακού μορφώματος μετά την Άλωση, αποκτά ευρύτερες δικαιοδοσίες, μία από τις οποίες είναι η παιδεία. Παρέχεται δηλαδή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο το ΄΄προνόμιο΄΄ της διαχείρησις της παιδείας των πνευματικών του υπηκόων.
Όλες οι μαρτυρίες της εποχής συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση : «Δεν υπάρχει άλλη κοινότητα που να έχει στον ίδιο βαθμό συμβάλλει στην ανάπτυξη της δημόσιας εκπαίδευσης», επισημαίνει επιγραμματικά, το 1878, ένας αξιόλογος ξένος παρατηρητής, ο Α. Σύνβετ.
Στον τομέα της παιδείας, απόρροια των «προνομίων» που αναγνώριζε ο εκάστοτε σουλτάνος από την εποχή του Μωάμεθ του Πορθητή και του Πατριάρχη Γενναδίου, η εκπαιδευτική πολιτική, η διδακτέα ύλη και τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως σχεδιάζονταν από την Πατριαρχική Εκπαιδευτική Επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε το 1836. Στις εργασίες αυτές, συντονιστικό ρόλο είχε ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως (1860), μαζί με μία ομάδα από εκπαιδευτικούς συλλόγους που ιδρύθηκαν στη διάρκεια του 19ου αιώνα.
Καθοριστική πρέπει να θεωρηθεί και η δυνατότητα που έδινε το μεταρρυθμιστικό διάταγμα Χάττι- Χουμαγιούν (1856), που επέτρεπε στα ΄΄Μιλλέτ΄΄ (εθνικές μειονότητες) να ιδρύουν δημόσια σχολεία επιστημών, τεχνών και βιομηχανίας, διασφαλίζοντας το δικαίωμα της ανώτερης παιδείας μετά τη στοιχειώδη πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Τη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος του ελληνισμού της Πόλης συνιστούσαν τα κατώτερα ενοριακά σχολεία.
Παράλληλα με τα ενοριακά σχολεία λειτουργούσαν και ιδιωτικά ελληνικά σχολεία, τα οποία ως προς τη διδακτέα ύλη εποπτεύονταν από το Πατριαρχείο.
Το 1902, απαριθμούνταν 185 σχολεία με 612 διδασκάλους και 19.132 μαθητές: ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν έξι Γυμνάσια (τρία στο Πέρα, ένα στο Φανάρι και δύο στη Χάλκη) με 83 καθηγητές και 1.030 σπουδαστές, 137 σχολεία μέσου τύπου και 42 ΄΄γραμματοδιδασκαλεία΄΄, που εντοπίζονταν στο δυτικό κυρίως τμήμα της πρωτεύουσας. Με αναφορά σε μόνη την περιφέρεια της αρχιεπισκοπής, Κωνσταντινουπόλεως, οι στατιστικές αναφέρουν 71 σχολεία με 360 δασκάλους για το ακαδημαϊκό έτος 1903-4 και 72 με 398 για το 1904-5 δέκα χρόνια νωρίτερα, ο Επιθεωρητής των Σχολείων της ίδιας περιοχής είχε αναφέρει την ύπαρξη, αντίστοιχα, 68 σχολείων και 294 καθηγητών με 10.749 μαθητές –5.496 αγόρια και 5.253 κορίτσια, ανεβάζοντας σε δεκατέσσερις χιλιάδες τον αριθμό τους για την ευρύτερη περιφέρεια της πρωτεύουσας.
Τα ελληνικά σχολεία της Κωνσταντινούπολης διακρίνονταν σε ανώτερα και κατώτερα. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονταν: η Θεολογική Σχολή, η οποία ιδρύθηκε στη Χάλκη το 1844, η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή, το αρχαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα του υπόδουλου έθνους με κατεύθυνση προς τη γενική παιδεία, η Ελληνοεμπορική Σχολή της Χάλκης, σε λειτουργία από το 1831, το Ζωγράφειον Γυμνάσιον, εξειδικευμένο στις θετικές επιστήμες, καθώς και το Ελληνογαλλικόν Λύκειον του Χ. Χατζηχρήστου –και τα δύο στο Πέρα. Το Εθνικόν Ζάππειον Παρθεναγωγείον, το οποίο ιδρύθηκε το 1875 στο Πέρα, το Εθνικόν Ιωακείμειον Παρθεναγωγείων στο Φανάρι και το Ανώτερον Παρθεναγωγείον ΄΄Η Παλλάς΄΄, το οποίο λειτούργησε από το 1874 ως το 1899. Τα κατώτερα ή ΄΄αστικά΄΄ εκπαιδευτήρια διέθεταν πέντε ως επτά τάξεις, ενώ τα ΄΄δημοτικά΄΄ περιορίζονταν σε δύο με τέσσερις.
Κατά το διάστημα 1900-1915, η διοίκηση της ελληνορθόδοξης εκπαίδευσης, στην Αρχιεπισκοπή της Κων/Πόλεως ακολουθεί το παρακάτω σχήμα:
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι η ανώτατη αρχή της ελληνικής κοινότητας και της ελληνικής παιδείας ενσωματωμένος στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα.
Σημαντικό ρόλο παίζει και το Υπουργείο Παιδείας της Οθωμανικής Κυβέρνησης, ο έλεγχος του οποίου προς τα σχολεία των κοινοτήτων, παρά τις προσπάθειες για μεταβολή του προνομιακού καθεστώτος, παραμένει χαλαρός. Από το 1908 η κρατική εποπτεία γίνεται αμεσότερη και περισσότερο έντονη, χωρίς όμως να παρακάμπτει τη θρησκευτική ηγεσία των μιλλέτ, κάτι που γίνεται σε πρώτη φάση το 1915 και ολοκληρώνεται από το 1923 κι εξής.
Ο Πατριάρχης πλαισιώνεται από τα Δύο Σώματα, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο και το Διαρκές Εθνικό Μικτό Συμβούλιο. Το τελευταίο συγκροτείται από δώδεκα μέλη, τέσσερις μητροπολίτες – ο πρώτος τη τάξει από τους οποίους προεδρεύει –και οκτώ λαϊκούς.
Τα ειδικότερα θέματα ρυθμίζονται με εγκυκλίους υπογεγραμμένες από την Μ. Πρωτοσυγγελία, ύστερα από αποφάσεις της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκπαιδευτικής Επιτροπής.
Οι εφορίες διαχειρίζονται τα οικονομικά των σχολείων και έχουν την ευθύνη της επιλογής των δασκάλων, ο διορισμός και η τυχόν παύση, όμως, των οποίων, όπως και καθε άλλη σημαντική ενέργεια της εφορίας, γίνεται μετά από έγκριση της Π.Κ.Ε.Ε., προς την οποία οφείλει η εφορία να υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση πεπραγμένων.
Στη βάση, τέλος, της διοικητικής πυραμίδας βρίσκεται ο διευθυντής της κάθε σχολής, ο οποίος επιλέγεται από την εφορία με κριτήριο τις σπουδές του και την εμπειρία του.
Το πρόσφορο έδαφος στους κόλπους της Πόλης, το β΄μισό του 19ου αιώνα θα δημιουργήσει αισθητή πνευματική ανάπτυξη και τρέχουσα πνευματική ζωή.
Την περίοδο από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι το 1922 η Πόλη αποτελεί κέντρο φιλολογικών, γλωσσικών και λογοτεχνικών διεργασιών.
Μέχρι το 1922 οι απογευματινές συναντήσεις των λογίων και διανοουμένων της εποχής, στα σταυροδρομίτικα σπίτια, με τους δημοτικιστές και τους καθαρευουσιάνους, δημιούργησαν ζυμώσεις έντονης πνευματικότητας, με κυρίαρχο το ανδρικό φύλο και ελάχιστες μορφωμένες Πολίτισσες.
Τα φαναριώτικα σαλόνια των Θ. Γεωργιάδη και Ανδρέα Σπαθάρη, επίσης τα φιλογικά σαλόνια του Πέραν, ήταν μουσικοφιλολογικές συκεντρώσεις που άφησαν εποχή. Η ευρύτητα και το περιεχόμενο των πνευματικών ενδιαφερόντων και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων της ελληνικής κοινότητας αναδίνεται παραστατικά και μέσα από την ζωογόνο παρουσία της λογοτεχνίας , του τύπου, του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή
Η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή βρίσκεται στο Φανάρι, δίπλα ακριβώς στο Πατριαρχείο. Ήταν εθνική σχολή, έχοντας μάλιστα ως πρόεδρο της εφορίας τον Πρωτοσύγγελο. Η ίδρυσή της χάνεται στο βάθος του χρόνου, καθώς αποτελεί τη μετεξέλιξή του « κοινού» σχολείου που λειτουργεί στο Φανάρι από τα πρώτα μετά την Άλωση χρόνια, ως προκαταρκτική σχολή και παράρτημα της Πατριαρχικής Ακαδημίας (της μετέπειτα Μεγάλης του Γένους Σχολής), έχοντας κοινή διεύθυνση και εφορία, ακόμα και κατά το διάστημα (1837-1850) που η Σχολή είχε μεταφερθεί στην Ξηροκρήνη. Η σταδιακή ενσωμάτωση του τριτάξιου Ελληνικού σχολείου στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, που ολοκληρώθηκε με τη μεταρρύθμιση του 1873, κατά την οποία η τελευταία γίνεται οκτατάξια με 4τάξιο Ελληνικό τμήμα και 4τάξιο Γυμνάσιο, οδηγούν στη χειραφέτηση του Προκαταρκτικού Τμήματος, που στη συνέχεια, από το 1882, εξελίσσεται σε πλήρη επτατάξια αστική σχολή. Στις 29 Ιουνίου 1901 τελούνται – ΄΄δημοτελέστατα και μεγαλοπρεπέστατα΄΄- τα εγκαίνια του νέου κτιρίου της σχολής, που χτίστηκε με χρηματοδότηση του εθνικού ευεργέτη Γ. Μαρασλή από την Οδησσό. Από το 1902, μετά την ίδρυση διδασκαλικού τμήματος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή, όπως πλέον έχει ονομαστεί, χρησιμοποιείται για την υποδειγματική διαδασκαλία και τις ασκήσεις των μαθητών του νεοϊδρυθέντος τμήματος.
Στις αρχές επομένως του 20ου αιώνα, η σχολή περιβάλλεται από μια αίγλη, που όμοιά της δεν συναντάται σε άλλη πρωτοβάθμια σχολή της Αρχιεπισκοπής. Οι τελετές λήξης του σχολικού έτους αποτελούν γεγονός ανάλογης σπουδαιότητας με τις τελετές των δευτεροβάθμιων μόνο σχολών ενώ αποτελεί πόλο έλξης για πολλούς μαθητές από διάφορα σημεία της Πόλης. Κατά το σχολικό έτος 1901- 02 ΄΄εφοίτησαν 463 μαθηταί, ορμώμενοι ου μόνον εκ των πέριξ συνοικιών, αλλά και εξ άλλων μάλλον απομεμακρυσμένων΄΄. Ομοίως, από τους 192 μαθητές του σχολικού έτους 1905-06΄΄...το τρίτον σχεδόν εκ Φαναρίου, οι δε λοιποί προήρχοντο εξ ετέρων ενοριών΄΄. Τα χρόνια οικονομικά προβλήματα όμως που αντιμετωπίζει, οδηγούν αρχικά στη μείωση του αριθμού των δασκάλων και, κατά συνέπεια, και των μαθητών που μπορεί να δεχθεί και στη συνέχεια (το 1909)- στη διακοπή της λειτουργίας των τριών ανωτέρων τάξεων, « ...καθόσον μάλιστα τα μαθήματα των τάξεων τούτων διδάσκονται εν ταις κατωτέραις τάξεσιν της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής . Ωστόσο, τα οικονομικά προβλήματα ξεπερνιούνται και από το επόμενο κιόλας σχολικό έτος (1910-11) επαναλειτουργεί η Πέμπτη τάξη και στη συνέχεια, καθώς από το 1912, με την ίδρυση των Σχολών Πρακτικών Γνώσεων και Εμπορίου, όλες οι αστικές σχολές γίνονται εξατάξιες. Έχοντας ως φυσική της συνέχεια τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Αστική Σχολή Μαρασλή δεν σχηματίζει Πρακτική τάξη.
Το πρόγραμμα της σχολής δε ταυτίζεται απόλυτα με τα εκάστοτε επίσημα προγράμματα της Π.Κ.Ε.Ε., χωρίς όμως και να διαφοροποιείται αισθητά. Η μεγαλύτερη διαφοροποίηση είναι η διδασκαλία των Γαλλικών από την Δ΄ τάξη – αντί της Ε΄-στο πρόγραμμα του 1902-03. Πλήρης εναρμόνιση θα επιτευχθεί μόνο με το επίσημο πρόγραμμα του 1912.
Ο Γεώργιος Τζαζόπουλος, συγγενής του Γρηγορίου Μαρασλή, μετά από 51 χρόνια, το 1951, πιστός στη διαθήκη του, ανέλαβε την ανοικοδόμηση του κτιρίου.
Το σχολείο Μαρασλή λειτουργεί και σήμερα στο ίδιο καλλιμάρμαρο κτίριο. Έχει εννέα μαθητές (πέντε αγόρια και τέσσερα κορίτσια), είναι πεντατάξιο και ακολουθεί το πρόγραμμα όλων των ομογενειακών δημοτικών σχολείων της Κων/πολης. Παρ΄όλη την πάροδο ενός και πλέον αιώνος εξακολουθεί να έχει ως φυσική του συνέχεια το γυμνασιακό τμήμα της Μεγάλης του Γένους Σχολής.
Ευχαριστώ όλους τους παράγοντες του Συνεδρίου για την άρτια οργάνωση του και την Πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής, κ.Σιδηρούλα-Ζιώγου Καραστεργίου που με κάλεσε να συμμετάσχω.
Βιβλιογραφία
Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντινούπολη 1856-1908, Η Ακμή του Ελληνισμού, Εκδοτική Αθηνών 1994.
Σούλα Μπόζη, Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, Κοινότητα Σταυροδρομίου- Πέραν, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2002.
Σωτήρης Παλάσκας, Η ελληνική εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη των αρχών του 20ού αιώνα: οι δημοτικές και αστικές σχολές αρρένων και οι αντίστοιχες μικτές (1900-1915), Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2001.
Χρίστος Π. Σολδάτος, Η εκπαιδευτική και η πνευματική κίνηση του ελληνισμού της Μ. Ασίας (1800-1922), Α΄- Β΄- Γ΄ τόμοι, Κεντρική Διάθεση, Βιβλιοπωλείο Γρηγόρη- Σόλωνος, Αθήνα 1991.
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΩΝ
έχει την τιμή να σας προσκαλέσει
στην εκδήλωση που διοργανώνει για την
Βράβευση των Χορηγών
και Διερεύνηση Μεθόδων Υποστήριξης
της Ομογενειακής Παιδείας της Πόλης
Δευτέρα 4 Μαϊου 2009, ώρα 18.30
Στην αίθουσα τελετών του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών
(Δημοσθένους 115 -117, Καλλιθέα- Τηλ. 210 95.17.072)
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ
• Ομιλία Μιχάλη Μαυρόπουλου, Γενικού Γραμματέα της ΟΙ.ΟΜ.ΚΩ, με θέμα:
«Το Ιστορικό της Σύγχρονης Ελληνικής Παιδείας της Πόλης».
• Βράβευση των Χορηγών Υποτροφιών για τους Ομογενείς μαθητές και μαθήτριες
από την ΟΙ.ΟΜ.ΚΩ.
• Ομιλία Ασπασίας Τζιτζικάκη, Ηθοποιού, με θέμα:
«Οι Δυνατότητες της Θεατρικής Παράστασης στην εκμάθηση της γλώσσας»
• Ομιλία Καλλιόπης Μαζοκόπου, Καθηγήτριας Β’ Εκπαίδευσης, με θέμα:
«Δίκτυα μεταξύ των Ομογενειακών Σχολείων της Πόλης και της Ελλάδος -
Εμπειρία και Προοπτικές».
• Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης: «Η Συμβολή νέων μεθόδων στην εκμάθηση
της Ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης μητρικής γλώσσας»
Συντονισμός :
Ελένη Σκούρτου, Αν.Καθ. Πανεπ.Αιγαίου- Παιδαγ.Τμ. Δημοτικής Εκπαίδευσης
Μαρία Αρβανιτάκη, Καθηγήτρια Β’ Εκπαίδευσης - Ελληνογερμανική Αγωγή
Κατά την συζήτηση του θέματος θα γίνουν παρεμβάσεις από ειδικούς
και από εκπαιδευτικούς από την Κωνσταντινούπολη
Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΩΝ
έχει την τιμή να σας προσκαλέσει
στην εκδήλωση που διοργανώνει για την
Βράβευση των Χορηγών
και Διερεύνηση Μεθόδων Υποστήριξης
της Ομογενειακής Παιδείας της Πόλης
Δευτέρα 4 Μαϊου 2009, ώρα 18.30
Στην αίθουσα τελετών του Συλλόγου Κωνσταντινουπολιτών
(Δημοσθένους 115 -117, Καλλιθέα- Τηλ. 210 95.17.072)
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ
• Ομιλία Μιχάλη Μαυρόπουλου, Γενικού Γραμματέα της ΟΙ.ΟΜ.ΚΩ, με θέμα:
«Το Ιστορικό της Σύγχρονης Ελληνικής Παιδείας της Πόλης».
• Βράβευση των Χορηγών Υποτροφιών για τους Ομογενείς μαθητές και μαθήτριες
από την ΟΙ.ΟΜ.ΚΩ.
• Ομιλία Ασπασίας Τζιτζικάκη, Ηθοποιού, με θέμα:
«Οι Δυνατότητες της Θεατρικής Παράστασης στην εκμάθηση της γλώσσας»
• Ομιλία Καλλιόπης Μαζοκόπου, Καθηγήτριας Β’ Εκπαίδευσης, με θέμα:
«Δίκτυα μεταξύ των Ομογενειακών Σχολείων της Πόλης και της Ελλάδος -
Εμπειρία και Προοπτικές».
• Συζήτηση στρογγυλής τραπέζης: «Η Συμβολή νέων μεθόδων στην εκμάθηση
της Ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης μητρικής γλώσσας»
Συντονισμός :
Ελένη Σκούρτου, Αν.Καθ. Πανεπ.Αιγαίου- Παιδαγ.Τμ. Δημοτικής Εκπαίδευσης
Μαρία Αρβανιτάκη, Καθηγήτρια Β’ Εκπαίδευσης - Ελληνογερμανική Αγωγή
Κατά την συζήτηση του θέματος θα γίνουν παρεμβάσεις από ειδικούς
και από εκπαιδευτικούς από την Κωνσταντινούπολη
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ – ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 1898-1908
Οι Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, αποτελούσαν ζωτικό τμήμα του ελληνισμού. Η Κωνσταντινούπολη θεωρούνταν ένα από τα εθνικά κέντρα (το άλλο ήταν η Αθήνα) καθώς εκεί ήταν και παραμένει η έδρα της κεφαλής της Ορθοδοξίας. Στην Πόλη αυτή διαβιούσε, αναπτυσσόταν και παρήγαγε πολιτισμό ένα μεγάλο μέρος του υπόδουλου Ελληνισμού, το οποίο, επηρέαζαν όλα τα ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα που διαμορφώνονταν στο ελληνικό κράτος και στην ελληνική κοινωνία.
Η ιστορία του «γλωσσικού ζητήματος» και του «εκπαιδευτικού δημοτικισμού», έχουν μελετηθεί συστηματικά στο ελεύθερο κράτος. Στην Πόλη επίσης έγινε η συζήτηση των ζητημάτων αυτών, και μάλιστα χρονικά νωρίτερα από το ελληνικό βασίλειο. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να προσθέσει ένα σημαντικό λιθαράκι που αφορά την γλωσσοεκπαιδευτική ιστοριογραφία της Πόλης.
Ο κύριος σκοπός της εργασίας, είναι η έρευνα, η μελέτη και η ερμηνεία του γλωσσοεκπαιδευτικού δημοτικισμού, με τον τρόπο που εμφανίζονται στην Πόλη, στον χώρο της Εκκλησίας, των διανοουμένων, των εκπαιδευτικών της, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, επίσης και η έκταση εφαρμογής των απόψεων του εκπαιδευτικού δημοτικισμού στα σχολεία της Πόλης.
Το θέμα διερευνάται, με επίκεντρο την εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος 1898-1908» και τη συζήτηση μέσα από τις στήλες της, μετά από τη δημοσίευση του διηγήματος της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, που αποτέλεσε την αφορμή των δημοσιευμάτων του Φ. Φωτιάδη με τον τίτλο «Το γλωσσικόν ζήτημα κ’ η εκπαιδευτική μας αναγέννησις». Τα κείμενα αυτά του Ταχυδρόμου που αποτελούν σημαντική πτυχή της όλης συζήτησης για το γλωσσικό ζήτημα, την πρωϊμη περίοδο του γλωσσικού-εκπαιδευτικού ζητήματος στην Πόλη και την παρουσίαση αναξιοποίητων σχετικών κειμένων, ευελπιστούμε να καλύψουν το κενό στη σχετική έρευνα.
Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ως προς το πρώτο επίπεδό της, το συστημικό-περιγραφικό είναι η ιστορική-ερμηνευτική και σε σημεία που κρίθηκε απαραίτητο έγινε η χρήση της ερμηνευτικής. Παρατίθενται με χρονολογική σειρά οι απόψεις των συντακτών των άρθρων της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» και στη συνέχεια, σχολιάζονται μέσα από το ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής.
Έτσι, έχουμε την μελέτη που αποτελείται από το Α΄ μέρος, όπου γίνεται η παρουσίαση των θεμάτων του γλωσσοεκπαιδευτικού ζητήματος, της κοινωνικοπολιτικής δομής, της δημοτικιστικής κίνησης στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, το Β΄ μέρος, όπου καταγράφονται ακέραια τα εβδομήντα τρία (73) κείμενα της εφημερίδας «Ο Ταχυδρόμος» και το Παράρτημα, όπου συμπεριλαμβάνονται τα βοηθητικά, συμπληρωματικά κείμενα για την σωστή τοποθέτηση της εργασίας, στην εποχή της εφημερίδας και στα δεδομένα του γλωσσικού ζητήματος.
Στη μελέτη, εκτός του ότι προβάλλονται για πρώτη φορά τα κείμενα του «Ταχυδρόμου», γίνεται η ανάπτυξη και κάποιων υποκεφαλαίων, που μας κατατοπίζουν στις συνθήκες της Πόλης. Τα υπόλοιπα τέσσερα κεφάλαια της εργασίας επικεντρώνονται στο κυρίως θέμα, αναλαμβάνοντας ρόλο διευκρινιστικό και αναλυτικό σχετικά με τις συνθήκες και τις δυναμικές που διαμορφώνουν το γλωσσοεκπαιδευτικό ζήτημα στην Πόλη, στα χρονικά πλαίσια που ορίζονται από το κυρίως θέμα.
Στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται η παρουσίαση της εικόνας των Ελλήνων της Πόλης το 19ο και τις αρχές του 20ου , η Μεταρρυθμιστική Περίοδος του Τανζιμάτ και οι σχέσεις των Ελλήνων με την Πύλη, η πληθυσμιακή, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η εκπαιδευτική κατάσταση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα εκπαιδευτικά ζητήματα, η Διοίκηση των Σχολείων, οι συλλογικές δραστηριότητες με επίκεντρο τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο, η πνευματική ζωή των ρωμιών, συνυφασμένη με τα φιλολογικά σαλόνια, ο πλούσιος ελληνικός τύπος της Κωνσταντινούπολης, αλλά και ζητήματα που αφορούν το υπό διερεύνηση θέμα.
Στα πλαίσια της συγκυρίας που αναφέρεται παραπάνω, πρέπει να σημειωθεί η εκπαιδευτική ανάπτυξη της εποχής όπως απαιτούσαν οι ιδιαιτερότητες του γλωσσοεκπαιδευτικού παράγοντα, που επεδίωκαν τη διατήρηση του ομογενειακού πληθυσμού στα σχολεία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ιστορικές συνθήκες, στην αρχή του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις στα Βαλκάνια, τα ιδεολογικά ρεύματα που ενδέχετο να αντιμετωπίσει η Κωνσταντινούπολη, οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί, δημιουργώντας υπαρξιακές αναζητήσεις, αφήνουν αντιμέτωπη τη Βασιλεύουσα μπροστά σε προβληματισμούς που ζητούν ταχεία επίλυση. Η απειλή του προσηλυτισμού που αντιμετωπίζει το ελληνορθόδοξο κοινό, το οποίο κατευθύνεται στα ξένα σχολεία της οθωμανικής πρωτεύουσας, καθιστά απαραίτητη την κάλυψη των «εκπαιδευτικών αναγκών», σε σχολεία, σε διδασκαλικό προσωπικό αλλά και στη γλωσσική κατάρτιση, - στις ξένες γλώσσες και στη δημοτική -, σε τομείς δηλ. που συζητούνται στους πνευματικούς κύκλους των ομογενών και απαιτούν την αναδόμηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, έναντι του κινδύνου των ξενόφωνων σχολείων. (Ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων που δημιουργούνται την εποχή αυτή στην ομογενειακή κοινωνία της Κωνσταντινούπολης, έχουμε την ίδρυση της Εθνικής Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου).
Η κοινωνικοπολιτική υποδομή των κοινοτήτων των ελληνορθόδοξων της οθωμανικής αυτοκρατορίας έχοντας καθοριστικό ρόλο στα εκπαιδευτικά θέματα, διαμορφώνει το πεδίο δράσεως όλων των παραγόντων στην προβληματική που τίθεται στην μελέτη.
Με την Μεταρρύθμιση (Τανζιμάτ), παρά τα επιφανειακά δικαιώματα ελεύθερης δράσης εισάγεται και πλήθος φραγμών που αφορούν το «μιλλέτι» των ρωμιών και την εκπαίδευση του. Είναι εξελίξεις που φανερώνουν την προσπάθεια του οθωμανικού κράτους να ελέγχει σταδιακά τα σχολεία. Προκύπτει η αντινομία από το γεγονός ότι τα κρατικά κείμενα προσδιορίζουν ως «υλικήν υπόθεσιν» την παιδεία, ενώ, για την εκκλησιαστική αρχή η παιδεία αποτελεί πνευματική δραστηριότητα, που εντάσσεται στα ποιμαντορικά καθήκοντα του κλήρου.
Η κατάσταση αυτή, προκαλεί την ιδιαιτερότητα των συνθηκών στους δύο πόλους, στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη κινούμενη μέσα στις συνθήκες της, συμβάλλει με όλη της την πνευματική υπόσταση, (αποτελούμενη από τη λαϊκή και κληρική συσσωμάτωση), στον γλωσσοεκπαιδευτικό αγώνα. Οι συνέπειες είναι καθοριστικές κι έτσι καταγράφεται η ιστορία της εκπαίδευσης, με κίνητρα που γεννιούνται από τη φύση της προβληματικής, και από την ανάγκη να καλυφθούν τα κενά στις γλωσσικές και εκπαιδευτικές ατέλειες του υπόδουλου ελληνισμού.
Αξιόλογη είναι η δράση του Πατριαρχείου, που - με κεντρικό φορέα διοίκησης, την Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή -, συνεργάζεται αφ’ ενός με το ελληνικό κράτος και αφ’ ετέρου με την Υψηλή Πύλη, έχοντας τον πρώτο ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα και κινείται σύμφωνα με τις πνευματικές και υλικές ανάγκες της ελληνικής κοινότητας.
Τα φιλολογικά σαλόνια, η συλλογική δράση, τα σωματεία, όπως ο Ε.Φ.Σ.Κ., και το Αδελφάτο, αποδεικνύουν την ισχύ και τον ρόλο των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, σε ό,τι αφορά την γλωσσική - εκπαιδευτική πραγματικότητα, της Κωνσταντινούπολης. Τα ιδρυτικά μέλη και τα άτομα που εργάστηκαν στους συλλόγους προέρχονταν από τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα, όπου αυτοί λειτουργούσαν: ήταν επιστήμονες και εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Μέσα στο κλίμα της συζήτησης και της αντιλογίας του καιρού για τον γλωσσικό προβληματισμό, συνέβαλλαν πνευματικά και υλικά στη συλλογική δράση. Οι δραστηριότητές τους γύρω από τα θέματα που ασχολήθηκαν, όπως οι επιμορφωτικές διαλέξεις, τα αναγνωστικά βιβλία, τα σχολικά προγράμματα, η εκπαίδευση του κλήρου, και των εκπαιδευτικών είναι σημαντικές και καθοριστικές. Επίσης η χορηγία τους ήταν πολύτιμη για την λειτουργία των συλλόγων. Οι διαφορετικές πολιτικές εκτιμήσεις, οι φιλοδοξίες και τα οράματά τους, τους οδήγησαν δυστυχώς στη διάλυση.
Τα φιλολογικά σαλόνια, στο συντηρητικό πνεύμα της εποχής ξεχωρίζουν και ως έδαφος «της γυναικείας δραστηριοποίησης», και συνταυτίζονται με την γυναικεία φύση, καθώς δεν υπήρξε άλλος χώρος την ίδια εποχή, που να λειτουργεί σαν σύλλογος συσπείρωσης του γυναικείου δυναμικού, έχοντας αποτελεσματικότητα πάνω στα κοινωνικά θέματα, αν εξαιρέσουμε τα σχολεία και τον τομέα διδασκαλίας που θεωρείται χάρισμα του θήλεως φύλου. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι μέχρι κάποιο χρονικό διάστημα, «τα φιλολογικά σαλόνια», ήταν ο αντίστοιχος «φιλολογικός σύλλογος» των γυναικών της Κωνσταντινούπολης.
Σε ό,τι αφορά τον τύπο, ένα από τα πορίσματα της μελέτης, είναι η διαπίστωση της μεγάλης αύξησης του συνολικού αριθμού των εφημερίδων και των περιοδικών τον 19ο αιώνα, γεγονός ιδιαίτερα θετικό για την γλωσσοεκπαιδευτική διαδικασία, αφού η κοινή γνώμη διαμορφώνεται μέσω του τύπου.
Αλλά επίσης διαπιστώνεται μείωση του αριθμού των εφημερίδων στα τέλη του αιώνα, λόγω του πολιτικού κλίματος επί εποχής του Σουλτάνου Αμπτουλχαμίτ, ο οποίος αναγκάζεται εξαιτίας των απειλών των ρευμάτων του εθνικισμού και του πανισλαβισμού της Δύσης να ασκήσει πιεστική πολιτική στις μειονότητες της αυτοκρατορίας, ώστε να κλείνουν οι εφημερίδες και να δέχονται αυστηρή λογοκρισία αυτές που λειτουργούν.
Η κίνηση γύρω στο ζήτημα της γλώσσας και της εκπαίδευσης μέσω του τύπου, το πώς ενεργοποιούνται οι δημοσιογράφοι, οι θέσεις και οι απόψεις των εφημερίδων και οι κοινωνικές ισορροπίες που εκπροσωπούν, είναι τα επιπλέον θέματα που φέρνουν στο φως οι αναζητήσεις μίας ομάδας διανοούμενων που λειτούργησαν αγωνιστικά;.
Συμπερασματικά, «Ο ελληνικός τύπος στην Κωνσταντινούπολη», έχει τον ιδιαίτερο ρόλο να αποτελεί το πιο απτό τεκμήριο για το κλίμα μέσα στο οποίο διαμορφώνεται «το γλωσσικό ζήτημα», αφού δεν υπήρξε άλλο γραπτό υλικό που να αφορά τον αγώνα της δημοτικής την περίοδο αυτή, - κι αν υπήρξε, δε σώθηκε, ούτε ως έργο λογοτεχνικό δημοσιευμένο, π.χ. τα πρώτα έργα της Α. Παπαδοπούλου, Δεσμίς Διηγημάτων, Πόλη 1889 και Διηγήματα, Μέρος Α΄, Πόλη 1891 - αλλά κι ούτε ως μέσο εκπαιδευτικής διαδικασίας στα σχολεία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το κεντρικό θέμα ενταγμένο στο πλαίσιο της γυναικείας εκπαίδευσης και του ρόλου που διαδραμάτισε η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Αναλύονται, οι σχέσεις της Παπαδοπούλου με το περιοδικό «Η Φιλολογική Ηχώ», τον «Ταχυδρόμο» και το γλωσσικό ζήτημα. Γίνεται, επίσης, η παρουσίαση της εφημερίδας «Ο Ταχυδρόμος» που εκφράζει και διαμορφώνει ορισμένες γλωσσικές τάσεις της εποχής, ως δημοσιογραφικό όργανο και μάλιστα το μοναδικό, λόγω πολιτικών συνθηκών και προσκομίζονται στοιχεία για την ταυτότητα της εφημερίδας. Ακολουθεί η παρουσίαση και η ανάλυση των εβδομήντα τριών κειμένων του «Ταχυδρόμου», επιλεγμένων βάσει των αντιλήψεων και ιδεών αυτών που δημοσιογραφούν για τη γλώσσα και τη σχέση της με την εκπαίδευση. Στόχος της επεξεργασίας αυτής η αποσαφήνιση της διαμάχης ανάμεσα στη καθαρεύουσα και τη δημοτική που για πρώτη φορά έρχεται στη δημοσιότητα της Κωνσταντινούπολης. Επίσης παρουσιάζεται το λιβελογράφημα του Χρίστου Φεγγαρά, «Οι Γαζετατζήδες της Πόλης», με την επικριτική στάση του συγγραφέα που αντλώντας το θέμα του από τις γλωσσικές συνθήκες της συντηρητικής κοινωνίας της Πόλης, δίνει την εικόνα της γλωσσικής πραγματικότητας αυτών που δημοσιογραφούν στον «Ταχυδρόμο». Ακολουθούν, η υποενότητα για τις συλλογικές δραστηριότητες και τα δημοτικιστικά έντυπα ως συμπληρωματικοί παράγοντες της δημοτικιστικής κίνησης, και τέλος η υποενότητα για τις ιδεολογικές – πολιτικές τάσεις της εποχής, ως πληρέστερη ανάπτυξη του γλωσσικού ζητήματος με τις ιδεολογικές επιπτώσεις του, στην ελληνική κοινωνία.
Τον 19ο αιώνα, ιδρύονται τα παρθεναγωγεία, που έχουν και ανώτερα τμήματα: τα διδασκαλεία. Μέχρι τη δεκαετία του 1880, όταν άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτες δασκάλες από τα διδασκαλεία της διασποράς, οι ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό το εκπαιδευτικό προσωπικό τους και από το ελεύθερο βασίλειο. Σημαντικά παρθεναγωγεία με ανώτερα τμήματα είναι το Κεντρικό Παρθεναγωγείο Σταυροδρομίου (1849), γνωστό και ως Σχολή των Απόρων Κορασίδων, το Παρθεναγωγείο της Φιλομούσου Εταιρίας η Παλλάς (1874) και το Ζάππειο Εθνικό Παρθεναγωγείο (1875). Μέχρι το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών που έδειξαν υπόσταση στο δημόσιο χώρο είχαν σπουδάσει δασκάλες και οι περισσότερες είχαν για κάποιο χρονικό διάστημα ασκήσει το επάγγελμα αυτό.
Από την οπτική γωνία σχέσεων, εκπαίδευσης και καταξίωσης φύλου, η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου εμφανίζεται πρωτοπόρος της στρατιάς της, με την τεράστια συμβολή της στην πνευματική κίνηση της Πόλης. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, παρούσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό με την προέλευσή της ως δασκάλας προτείνει τη γυναικεία αλληλεγγύη έναντι της κοινωνικής υποβάθμισης του γυναικείου φύλου. Ιδρύει τον Προοδευτικό Σύλλογο Κυριών το 1893 (ο πρώτος φεμινιστικός σύλλογος στην Κωνσταντινούπολη) για την χειραφέτηση της Πολίτισσας γυναίκας. Επίσης είναι η πρώτη γυναίκα εκδότρια. Το περιοδικό της, «Ημερολόγιον των Κυριών» της Πόλης (1888-1889), ανοίγει δρόμο σε άλλες Πολίτισσες εκδότριες περιοδικών. Δείχνει να είναι κοντά στο γυναικείο κίνημα, και στην Ελλάδα, όπου αναγκάζεται να εγκατασταθεί αργότερα. Στην Παπαδοπούλου, διακρίνεται μια πιο ώριμη προσέγγιση του θέματος της γυναικείας χειραφέτησης από τις σύγχρονές της, η οποία την κρατάει μακρυά από τον φανατισμό της φεμινιστικής ιδεολογίας της γενεάς της.
Η αξία του «Ταχυδρόμου» συνίσταται στην προσφορά του, ως έδαφους συζήτησης για το γλωσσικό αγώνα, ως μοναδικής εφημερίδας της εποχής, καθότι δεν υπήρξαν πηγές μέχρι τώρα που να έχουν κάποια ολοκληρωμένη εικόνα της εφημερίδας ή και αυτές που υπήρξαν ήταν ελλειπείς.
Στον «Ταχυδρόμο» από το 1898 μέχρι το 1908 δημοσιεύτηκαν 73 κείμενα που είχαν θέμα τους το «γλωσσικό ζήτημα». Ανάμεσα στους συγγραφείς συγκαταλέγονται οι Φωτιάδης Φ. (6 επιστολές), με Φωτιάδη Ν. (13 επιστολές), ο Αυθεντόπουλος (4 επιστολές), ο Αποστολίδης (4 επιστολές), Ανώνυμος (6 επιστολές) ο Βέλλης -αρχισυντάκτης-(9 επιστολές), ο Ζεμπούλης (2 επιστολές), ο Καντιρλιώτης Βάσσος (2 επιστολές), ο Μακρίδης (2 επιστολές), ο Μεφιστοφελής (5 επιστολές), ο Παρασκευάς (8 επιστολές), ο Σπανούδης (2 επιστολές), ο Γεωργάκης (1 επιστολή), Έχιδνα (1 επιστολή), Η.Π. (1 επιστολή), ο Ησύχιος (1 επιστολή), ο Πανηγυριστής (1 επιστολή), ο Σεϊζάνης (1 επιστολή), ο Στεφανίδης (1 επιστολή), ο Τανταλίδης (1 επιστολή), ο Χριστίδης (1 επιστολή), ο Χαλάτσης (1 επιστολή).
H ανάλυση των αποσπασμάτων στην εργασία γίνεται κατά χρονολογική σειρά και αν τα κείμενα είναι συνεχόμενα δημοσιεύματα ενός συγγραφέα, γίνεται η ανάλυση των κειμένων κατά την θεματική προτεραιότητά τους, ως δημοσιευμάτων του ίδιου συγραφέα. Ορισμένα από τα κείμενα , λόγω του ότι έχουν δευτερεύουσας σημασίας σχέση ως προς το κυρίως θέμα της μελέτης, έχουν αναλυθεί στις υποσημειώσεις των αναφερόμενων κειμένων στο Β΄μέρος.
Η επεξεργασία των κειμένων ξεκινάει από το διήγημα της Παπαδοπούλου, «Αρετή και Κακία», δημοσιεύμενο στον Ταχυδρόμο τον Αύγουστο του 1899, το οποίο δίνει αφορμή στη λογομαχία για το «γλωσσικό». Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδος, ο Δ. Βέλλης, ο οποίος δημοσιεύει το διήγημα της Παπαδοπούλου, εκφράζει την έκπληξή του, προτάσσει το ακόλουθο σημείωμα, χωρίς να φαντάζεται ότι το διήγημα της Παπαδοπούλου με την συγκεκριμένη γλώσσα θα εύρισκε οπαδούς στην Κωνσταντινούπολη.
Η στάση της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου στην γλωσσική υπόθεση, αποκαλύπτεται μέσα από τον Ταχυδρόμο σε σημείο να θεωρείται πρωτοπόρος του «μαλλιαρισμού» στην Κωνσταντινούπολη. Η αξία του έργου της ως λογοτέχνιδας, - γιατί πρώτη φορά θα υπάρξουν διηγήματα που επεξεργάζονται τους προβληματισμούς της γυναίκας και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, και η συμβολή της στη διαμόρφωση του γλωσσικού ζητήματος, στην Κωνσταντινούπολη, θα αναγνωριστούν πολύ αργότερα.
Επίσης ο Φώτης Φωτιάδης, ως συνοδοιπόρος της, προβάλλει τις απόψεις του και δημιουργεί κλίμα συζήτησης για το γλωσσικό, υλοποιώντας τις ιδέες του, στο προαναφερόμενο έργο του.
Αξιόλογα είναι τα άρθρα του Νικολάου Φωτιάδη που δημοσιεύτηκαν επίσης στον Ταχυδρόμο. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ανεξάρτητη μελέτη.
Παρατηρείται ότι, επί μια τριακονταετία, από τη δημοσίευση του διηγήματος της Α. Παπαδοπούλου στη δημοτική, μέχρι τη δημοσίευση κάποιας μαθητικής έκθεσης πάλι στη δημοτική, η οποία το 1918 έρχεται να δημιουργήσει τον ίδιο αναβρασμό, στον Ταχυδρόμο, οι θέσεις της εφημερίδας ως προς την «πολιτική της γλώσσας» δεν κάμπτονται.
Οι συλλογικές δραστηριότητες ως συνέπεια της όλης δημοτικής κίνησης, αποτελούν την συστηματική επιστράτευση των δημοτικιστών. Κάτω από την ηγεσία του Φωτιάδη, ιδρύεται το «Αδερφάτο - η Ανάσταση (1908)», το οποίο λειτουργώντας με μυστικότητα, θα κυκλοφορήσει τα δημοτικιστικά έντυπα και τις εκδόσεις, όπως τη (Γλώσσα και Ζωή του Ε. Γιαννίδη), την εβδομαδιαία εφημερίδα Λαός, και θα συμβάλλει στην κυκλοφορία του Νουμά. Επίσης θα δώσει προβάδισμα σε επίμαχα θέματα όπως α. Την ίδρυση σχολείων, β. Τη συγγραφή των αναγνωσματαρίων και βιβλίων για παιδιά, γ. Την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων, δ. Την έκδοση περιοδικού.
Οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις, που εμφανίζονται στους δημοτικιστικούς κύκλους βρίσκουν έκφραση στα έργα τους, με αποτέλεσμα πρωταγωνιστές των αγώνων τους να έχουμε, για τους σοσιαλιστές την εργατική τάξη και για τους εθνικιστές τον λαό.
Ο Ψυχάρης, αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως αυτοσκοπό. Ο Βλαστός και η Πηνελόπη Δέλτα αντιπροσωπεύουν την εθνικιστική τάση, Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και ο Νίκος Γιαννιός τη σοσιαλιστική. Ο Φωτιάδης και ο Δραγούμης κρατούν κάποια ισορροπία ανάμεσα στις διάφορες τάσεις. Παρ΄όλες τις προσπάθειες τους όμως οι διαφορές τους φθάνουν στο σημείο που οδηγεί το Αδερφάτο σε διάλυση.
Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζεται ο δημοτικισμός στα σχολεία της Πόλης με επίκεντρο τα σχολικά προγράμματα, τα μαθήματα και τα βιβλία διδασκαλίας, όπου επιδιώκεται η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας στα εκπαιδευτικά πράγματα ως γλώσσας διδασκαλίας στο σχολικό χώρο με απτά τεκμήρια.
Οι πίνακες που έχουν καταγραφεί (1912), στο παράρτημα, συμπεριλαμβάνουν τα Προγράμματα των Παρθεναγωγείων και Διδασκαλείων, ως δείγματα για τις ώρες διδασκαλίας, την ύλη διδασκαλίας, του μαθήματος των Ελληνικών και πρέπει να αξιολογηθούν σαν πορίσματα της «γλωσσικής παιδείας», που δείχνουν τις διακυμάνσεις της γλωσσοεκπαιδευτικής πράξης, όπως προκύπτουν σε ανάλογες ιστορικές περιόδους.
Η απειλή των ξένων σχολών στα χρονικά όρια που αναφερόμαστε, είναι το αίτιο της μείωσης των ωρών του μαθήματος των Ελληνικών και αντίστοιχα της αύξησης των ωρών της ξένης γλώσσας και των επιστημονικών μαθημάτων.
Πουθενά δε συναντάμε τη δημοτική ως διδακτέα ύλη. Τα βιβλία «των νέων ελληνικών» και «η γραμματική της νέας γλώσσας», που υπάρχουν στα αναλυτικά προγράμματα και παρουσιάζονται στους πίνακες του Παραρτήματος, και ως φωτογραφήσεις εξώφυλλων στις σελίδες του Α΄ Μέρους που αφορούν τα κεφάλαια αυτά, είναι απλοποιημένα βιβλία, γραμμένα στην αρχαϊζουσα και στην καθαρεύουσα.
Στα Αναλυτικά προγράμματα μέχρι το 1912, διδάσκεται η καθαρεύουσα ως Νέα Γλώσσα. Το 1913 μετά το διαγωνισμό που προκηρύσσει η Π.Κ.Ε.Ε., για τις τέσσερις πρώτες τάξεις των αστικών σχολών, κάνει την εμφάνισή της «η γλώσσα της οικογενείας» πρώτη φορά στα αναγνωστικά βιβλία.
Συμπερασματικά μπορούμε να δεχθούμε ότι, το δημοτικιστικό ρεύμα με τις λογομαχίες του, δημιούργησε αναταραχές στην παιδεία των ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, χωρίς όμως ποτέ η δημοτική να γίνει η επίσημη γλώσσα της κοινότητας και χωρίς ποτέ να ενταχθεί στα αναλυτικά σχολικά - προγράμματα.
Εν κατακλείδι, «Ο Ταχυδρόμος», αποτελεί το εργαστήριο όπου θα προσφύγει κάθε μελετητής που θέλει να έχει την συνοπτική εικόνα του γλωσσικού ζητήματος στην Κωνσταντινούπολη, με όλους τους παράγοντες που την αποτελούν: την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, τον Φώτη Φωτιάδη, τους οπαδούς τους, κωνσταντινουπολίτες και ελλαδίτες δημοτικιστές, και τους καθαρευουσιάνους, την ιντελιγκέντσια της εποχής.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 1898-1908
Οι Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, αποτελούσαν ζωτικό τμήμα του ελληνισμού. Η Κωνσταντινούπολη θεωρούνταν ένα από τα εθνικά κέντρα (το άλλο ήταν η Αθήνα) καθώς εκεί ήταν και παραμένει η έδρα της κεφαλής της Ορθοδοξίας. Στην Πόλη αυτή διαβιούσε, αναπτυσσόταν και παρήγαγε πολιτισμό ένα μεγάλο μέρος του υπόδουλου Ελληνισμού, το οποίο, επηρέαζαν όλα τα ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα που διαμορφώνονταν στο ελληνικό κράτος και στην ελληνική κοινωνία.
Η ιστορία του «γλωσσικού ζητήματος» και του «εκπαιδευτικού δημοτικισμού», έχουν μελετηθεί συστηματικά στο ελεύθερο κράτος. Στην Πόλη επίσης έγινε η συζήτηση των ζητημάτων αυτών, και μάλιστα χρονικά νωρίτερα από το ελληνικό βασίλειο. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να προσθέσει ένα σημαντικό λιθαράκι που αφορά την γλωσσοεκπαιδευτική ιστοριογραφία της Πόλης.
Ο κύριος σκοπός της εργασίας, είναι η έρευνα, η μελέτη και η ερμηνεία του γλωσσοεκπαιδευτικού δημοτικισμού, με τον τρόπο που εμφανίζονται στην Πόλη, στον χώρο της Εκκλησίας, των διανοουμένων, των εκπαιδευτικών της, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, επίσης και η έκταση εφαρμογής των απόψεων του εκπαιδευτικού δημοτικισμού στα σχολεία της Πόλης.
Το θέμα διερευνάται, με επίκεντρο την εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος 1898-1908» και τη συζήτηση μέσα από τις στήλες της, μετά από τη δημοσίευση του διηγήματος της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, που αποτέλεσε την αφορμή των δημοσιευμάτων του Φ. Φωτιάδη με τον τίτλο «Το γλωσσικόν ζήτημα κ’ η εκπαιδευτική μας αναγέννησις». Τα κείμενα αυτά του Ταχυδρόμου που αποτελούν σημαντική πτυχή της όλης συζήτησης για το γλωσσικό ζήτημα, την πρωϊμη περίοδο του γλωσσικού-εκπαιδευτικού ζητήματος στην Πόλη και την παρουσίαση αναξιοποίητων σχετικών κειμένων, ευελπιστούμε να καλύψουν το κενό στη σχετική έρευνα.
Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ως προς το πρώτο επίπεδό της, το συστημικό-περιγραφικό είναι η ιστορική-ερμηνευτική και σε σημεία που κρίθηκε απαραίτητο έγινε η χρήση της ερμηνευτικής. Παρατίθενται με χρονολογική σειρά οι απόψεις των συντακτών των άρθρων της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» και στη συνέχεια, σχολιάζονται μέσα από το ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής.
Έτσι, έχουμε την μελέτη που αποτελείται από το Α΄ μέρος, όπου γίνεται η παρουσίαση των θεμάτων του γλωσσοεκπαιδευτικού ζητήματος, της κοινωνικοπολιτικής δομής, της δημοτικιστικής κίνησης στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, το Β΄ μέρος, όπου καταγράφονται ακέραια τα εβδομήντα τρία (73) κείμενα της εφημερίδας «Ο Ταχυδρόμος» και το Παράρτημα, όπου συμπεριλαμβάνονται τα βοηθητικά, συμπληρωματικά κείμενα για την σωστή τοποθέτηση της εργασίας, στην εποχή της εφημερίδας και στα δεδομένα του γλωσσικού ζητήματος.
Στη μελέτη, εκτός του ότι προβάλλονται για πρώτη φορά τα κείμενα του «Ταχυδρόμου», γίνεται η ανάπτυξη και κάποιων υποκεφαλαίων, που μας κατατοπίζουν στις συνθήκες της Πόλης. Τα υπόλοιπα τέσσερα κεφάλαια της εργασίας επικεντρώνονται στο κυρίως θέμα, αναλαμβάνοντας ρόλο διευκρινιστικό και αναλυτικό σχετικά με τις συνθήκες και τις δυναμικές που διαμορφώνουν το γλωσσοεκπαιδευτικό ζήτημα στην Πόλη, στα χρονικά πλαίσια που ορίζονται από το κυρίως θέμα.
Στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται η παρουσίαση της εικόνας των Ελλήνων της Πόλης το 19ο και τις αρχές του 20ου , η Μεταρρυθμιστική Περίοδος του Τανζιμάτ και οι σχέσεις των Ελλήνων με την Πύλη, η πληθυσμιακή, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η εκπαιδευτική κατάσταση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα εκπαιδευτικά ζητήματα, η Διοίκηση των Σχολείων, οι συλλογικές δραστηριότητες με επίκεντρο τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο, η πνευματική ζωή των ρωμιών, συνυφασμένη με τα φιλολογικά σαλόνια, ο πλούσιος ελληνικός τύπος της Κωνσταντινούπολης, αλλά και ζητήματα που αφορούν το υπό διερεύνηση θέμα.
Στα πλαίσια της συγκυρίας που αναφέρεται παραπάνω, πρέπει να σημειωθεί η εκπαιδευτική ανάπτυξη της εποχής όπως απαιτούσαν οι ιδιαιτερότητες του γλωσσοεκπαιδευτικού παράγοντα, που επεδίωκαν τη διατήρηση του ομογενειακού πληθυσμού στα σχολεία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ιστορικές συνθήκες, στην αρχή του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις στα Βαλκάνια, τα ιδεολογικά ρεύματα που ενδέχετο να αντιμετωπίσει η Κωνσταντινούπολη, οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί, δημιουργώντας υπαρξιακές αναζητήσεις, αφήνουν αντιμέτωπη τη Βασιλεύουσα μπροστά σε προβληματισμούς που ζητούν ταχεία επίλυση. Η απειλή του προσηλυτισμού που αντιμετωπίζει το ελληνορθόδοξο κοινό, το οποίο κατευθύνεται στα ξένα σχολεία της οθωμανικής πρωτεύουσας, καθιστά απαραίτητη την κάλυψη των «εκπαιδευτικών αναγκών», σε σχολεία, σε διδασκαλικό προσωπικό αλλά και στη γλωσσική κατάρτιση, - στις ξένες γλώσσες και στη δημοτική -, σε τομείς δηλ. που συζητούνται στους πνευματικούς κύκλους των ομογενών και απαιτούν την αναδόμηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, έναντι του κινδύνου των ξενόφωνων σχολείων. (Ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων που δημιουργούνται την εποχή αυτή στην ομογενειακή κοινωνία της Κωνσταντινούπολης, έχουμε την ίδρυση της Εθνικής Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου).
Η κοινωνικοπολιτική υποδομή των κοινοτήτων των ελληνορθόδοξων της οθωμανικής αυτοκρατορίας έχοντας καθοριστικό ρόλο στα εκπαιδευτικά θέματα, διαμορφώνει το πεδίο δράσεως όλων των παραγόντων στην προβληματική που τίθεται στην μελέτη.
Με την Μεταρρύθμιση (Τανζιμάτ), παρά τα επιφανειακά δικαιώματα ελεύθερης δράσης εισάγεται και πλήθος φραγμών που αφορούν το «μιλλέτι» των ρωμιών και την εκπαίδευση του. Είναι εξελίξεις που φανερώνουν την προσπάθεια του οθωμανικού κράτους να ελέγχει σταδιακά τα σχολεία. Προκύπτει η αντινομία από το γεγονός ότι τα κρατικά κείμενα προσδιορίζουν ως «υλικήν υπόθεσιν» την παιδεία, ενώ, για την εκκλησιαστική αρχή η παιδεία αποτελεί πνευματική δραστηριότητα, που εντάσσεται στα ποιμαντορικά καθήκοντα του κλήρου.
Η κατάσταση αυτή, προκαλεί την ιδιαιτερότητα των συνθηκών στους δύο πόλους, στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη κινούμενη μέσα στις συνθήκες της, συμβάλλει με όλη της την πνευματική υπόσταση, (αποτελούμενη από τη λαϊκή και κληρική συσσωμάτωση), στον γλωσσοεκπαιδευτικό αγώνα. Οι συνέπειες είναι καθοριστικές κι έτσι καταγράφεται η ιστορία της εκπαίδευσης, με κίνητρα που γεννιούνται από τη φύση της προβληματικής, και από την ανάγκη να καλυφθούν τα κενά στις γλωσσικές και εκπαιδευτικές ατέλειες του υπόδουλου ελληνισμού.
Αξιόλογη είναι η δράση του Πατριαρχείου, που - με κεντρικό φορέα διοίκησης, την Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή -, συνεργάζεται αφ’ ενός με το ελληνικό κράτος και αφ’ ετέρου με την Υψηλή Πύλη, έχοντας τον πρώτο ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα και κινείται σύμφωνα με τις πνευματικές και υλικές ανάγκες της ελληνικής κοινότητας.
Τα φιλολογικά σαλόνια, η συλλογική δράση, τα σωματεία, όπως ο Ε.Φ.Σ.Κ., και το Αδελφάτο, αποδεικνύουν την ισχύ και τον ρόλο των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, σε ό,τι αφορά την γλωσσική - εκπαιδευτική πραγματικότητα, της Κωνσταντινούπολης. Τα ιδρυτικά μέλη και τα άτομα που εργάστηκαν στους συλλόγους προέρχονταν από τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα, όπου αυτοί λειτουργούσαν: ήταν επιστήμονες και εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Μέσα στο κλίμα της συζήτησης και της αντιλογίας του καιρού για τον γλωσσικό προβληματισμό, συνέβαλλαν πνευματικά και υλικά στη συλλογική δράση. Οι δραστηριότητές τους γύρω από τα θέματα που ασχολήθηκαν, όπως οι επιμορφωτικές διαλέξεις, τα αναγνωστικά βιβλία, τα σχολικά προγράμματα, η εκπαίδευση του κλήρου, και των εκπαιδευτικών είναι σημαντικές και καθοριστικές. Επίσης η χορηγία τους ήταν πολύτιμη για την λειτουργία των συλλόγων. Οι διαφορετικές πολιτικές εκτιμήσεις, οι φιλοδοξίες και τα οράματά τους, τους οδήγησαν δυστυχώς στη διάλυση.
Τα φιλολογικά σαλόνια, στο συντηρητικό πνεύμα της εποχής ξεχωρίζουν και ως έδαφος «της γυναικείας δραστηριοποίησης», και συνταυτίζονται με την γυναικεία φύση, καθώς δεν υπήρξε άλλος χώρος την ίδια εποχή, που να λειτουργεί σαν σύλλογος συσπείρωσης του γυναικείου δυναμικού, έχοντας αποτελεσματικότητα πάνω στα κοινωνικά θέματα, αν εξαιρέσουμε τα σχολεία και τον τομέα διδασκαλίας που θεωρείται χάρισμα του θήλεως φύλου. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι μέχρι κάποιο χρονικό διάστημα, «τα φιλολογικά σαλόνια», ήταν ο αντίστοιχος «φιλολογικός σύλλογος» των γυναικών της Κωνσταντινούπολης.
Σε ό,τι αφορά τον τύπο, ένα από τα πορίσματα της μελέτης, είναι η διαπίστωση της μεγάλης αύξησης του συνολικού αριθμού των εφημερίδων και των περιοδικών τον 19ο αιώνα, γεγονός ιδιαίτερα θετικό για την γλωσσοεκπαιδευτική διαδικασία, αφού η κοινή γνώμη διαμορφώνεται μέσω του τύπου.
Αλλά επίσης διαπιστώνεται μείωση του αριθμού των εφημερίδων στα τέλη του αιώνα, λόγω του πολιτικού κλίματος επί εποχής του Σουλτάνου Αμπτουλχαμίτ, ο οποίος αναγκάζεται εξαιτίας των απειλών των ρευμάτων του εθνικισμού και του πανισλαβισμού της Δύσης να ασκήσει πιεστική πολιτική στις μειονότητες της αυτοκρατορίας, ώστε να κλείνουν οι εφημερίδες και να δέχονται αυστηρή λογοκρισία αυτές που λειτουργούν.
Η κίνηση γύρω στο ζήτημα της γλώσσας και της εκπαίδευσης μέσω του τύπου, το πώς ενεργοποιούνται οι δημοσιογράφοι, οι θέσεις και οι απόψεις των εφημερίδων και οι κοινωνικές ισορροπίες που εκπροσωπούν, είναι τα επιπλέον θέματα που φέρνουν στο φως οι αναζητήσεις μίας ομάδας διανοούμενων που λειτούργησαν αγωνιστικά;.
Συμπερασματικά, «Ο ελληνικός τύπος στην Κωνσταντινούπολη», έχει τον ιδιαίτερο ρόλο να αποτελεί το πιο απτό τεκμήριο για το κλίμα μέσα στο οποίο διαμορφώνεται «το γλωσσικό ζήτημα», αφού δεν υπήρξε άλλο γραπτό υλικό που να αφορά τον αγώνα της δημοτικής την περίοδο αυτή, - κι αν υπήρξε, δε σώθηκε, ούτε ως έργο λογοτεχνικό δημοσιευμένο, π.χ. τα πρώτα έργα της Α. Παπαδοπούλου, Δεσμίς Διηγημάτων, Πόλη 1889 και Διηγήματα, Μέρος Α΄, Πόλη 1891 - αλλά κι ούτε ως μέσο εκπαιδευτικής διαδικασίας στα σχολεία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το κεντρικό θέμα ενταγμένο στο πλαίσιο της γυναικείας εκπαίδευσης και του ρόλου που διαδραμάτισε η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Αναλύονται, οι σχέσεις της Παπαδοπούλου με το περιοδικό «Η Φιλολογική Ηχώ», τον «Ταχυδρόμο» και το γλωσσικό ζήτημα. Γίνεται, επίσης, η παρουσίαση της εφημερίδας «Ο Ταχυδρόμος» που εκφράζει και διαμορφώνει ορισμένες γλωσσικές τάσεις της εποχής, ως δημοσιογραφικό όργανο και μάλιστα το μοναδικό, λόγω πολιτικών συνθηκών και προσκομίζονται στοιχεία για την ταυτότητα της εφημερίδας. Ακολουθεί η παρουσίαση και η ανάλυση των εβδομήντα τριών κειμένων του «Ταχυδρόμου», επιλεγμένων βάσει των αντιλήψεων και ιδεών αυτών που δημοσιογραφούν για τη γλώσσα και τη σχέση της με την εκπαίδευση. Στόχος της επεξεργασίας αυτής η αποσαφήνιση της διαμάχης ανάμεσα στη καθαρεύουσα και τη δημοτική που για πρώτη φορά έρχεται στη δημοσιότητα της Κωνσταντινούπολης. Επίσης παρουσιάζεται το λιβελογράφημα του Χρίστου Φεγγαρά, «Οι Γαζετατζήδες της Πόλης», με την επικριτική στάση του συγγραφέα που αντλώντας το θέμα του από τις γλωσσικές συνθήκες της συντηρητικής κοινωνίας της Πόλης, δίνει την εικόνα της γλωσσικής πραγματικότητας αυτών που δημοσιογραφούν στον «Ταχυδρόμο». Ακολουθούν, η υποενότητα για τις συλλογικές δραστηριότητες και τα δημοτικιστικά έντυπα ως συμπληρωματικοί παράγοντες της δημοτικιστικής κίνησης, και τέλος η υποενότητα για τις ιδεολογικές – πολιτικές τάσεις της εποχής, ως πληρέστερη ανάπτυξη του γλωσσικού ζητήματος με τις ιδεολογικές επιπτώσεις του, στην ελληνική κοινωνία.
Τον 19ο αιώνα, ιδρύονται τα παρθεναγωγεία, που έχουν και ανώτερα τμήματα: τα διδασκαλεία. Μέχρι τη δεκαετία του 1880, όταν άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτες δασκάλες από τα διδασκαλεία της διασποράς, οι ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό το εκπαιδευτικό προσωπικό τους και από το ελεύθερο βασίλειο. Σημαντικά παρθεναγωγεία με ανώτερα τμήματα είναι το Κεντρικό Παρθεναγωγείο Σταυροδρομίου (1849), γνωστό και ως Σχολή των Απόρων Κορασίδων, το Παρθεναγωγείο της Φιλομούσου Εταιρίας η Παλλάς (1874) και το Ζάππειο Εθνικό Παρθεναγωγείο (1875). Μέχρι το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών που έδειξαν υπόσταση στο δημόσιο χώρο είχαν σπουδάσει δασκάλες και οι περισσότερες είχαν για κάποιο χρονικό διάστημα ασκήσει το επάγγελμα αυτό.
Από την οπτική γωνία σχέσεων, εκπαίδευσης και καταξίωσης φύλου, η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου εμφανίζεται πρωτοπόρος της στρατιάς της, με την τεράστια συμβολή της στην πνευματική κίνηση της Πόλης. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, παρούσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό με την προέλευσή της ως δασκάλας προτείνει τη γυναικεία αλληλεγγύη έναντι της κοινωνικής υποβάθμισης του γυναικείου φύλου. Ιδρύει τον Προοδευτικό Σύλλογο Κυριών το 1893 (ο πρώτος φεμινιστικός σύλλογος στην Κωνσταντινούπολη) για την χειραφέτηση της Πολίτισσας γυναίκας. Επίσης είναι η πρώτη γυναίκα εκδότρια. Το περιοδικό της, «Ημερολόγιον των Κυριών» της Πόλης (1888-1889), ανοίγει δρόμο σε άλλες Πολίτισσες εκδότριες περιοδικών. Δείχνει να είναι κοντά στο γυναικείο κίνημα, και στην Ελλάδα, όπου αναγκάζεται να εγκατασταθεί αργότερα. Στην Παπαδοπούλου, διακρίνεται μια πιο ώριμη προσέγγιση του θέματος της γυναικείας χειραφέτησης από τις σύγχρονές της, η οποία την κρατάει μακρυά από τον φανατισμό της φεμινιστικής ιδεολογίας της γενεάς της.
Η αξία του «Ταχυδρόμου» συνίσταται στην προσφορά του, ως έδαφους συζήτησης για το γλωσσικό αγώνα, ως μοναδικής εφημερίδας της εποχής, καθότι δεν υπήρξαν πηγές μέχρι τώρα που να έχουν κάποια ολοκληρωμένη εικόνα της εφημερίδας ή και αυτές που υπήρξαν ήταν ελλειπείς.
Στον «Ταχυδρόμο» από το 1898 μέχρι το 1908 δημοσιεύτηκαν 73 κείμενα που είχαν θέμα τους το «γλωσσικό ζήτημα». Ανάμεσα στους συγγραφείς συγκαταλέγονται οι Φωτιάδης Φ. (6 επιστολές), με Φωτιάδη Ν. (13 επιστολές), ο Αυθεντόπουλος (4 επιστολές), ο Αποστολίδης (4 επιστολές), Ανώνυμος (6 επιστολές) ο Βέλλης -αρχισυντάκτης-(9 επιστολές), ο Ζεμπούλης (2 επιστολές), ο Καντιρλιώτης Βάσσος (2 επιστολές), ο Μακρίδης (2 επιστολές), ο Μεφιστοφελής (5 επιστολές), ο Παρασκευάς (8 επιστολές), ο Σπανούδης (2 επιστολές), ο Γεωργάκης (1 επιστολή), Έχιδνα (1 επιστολή), Η.Π. (1 επιστολή), ο Ησύχιος (1 επιστολή), ο Πανηγυριστής (1 επιστολή), ο Σεϊζάνης (1 επιστολή), ο Στεφανίδης (1 επιστολή), ο Τανταλίδης (1 επιστολή), ο Χριστίδης (1 επιστολή), ο Χαλάτσης (1 επιστολή).
H ανάλυση των αποσπασμάτων στην εργασία γίνεται κατά χρονολογική σειρά και αν τα κείμενα είναι συνεχόμενα δημοσιεύματα ενός συγγραφέα, γίνεται η ανάλυση των κειμένων κατά την θεματική προτεραιότητά τους, ως δημοσιευμάτων του ίδιου συγραφέα. Ορισμένα από τα κείμενα , λόγω του ότι έχουν δευτερεύουσας σημασίας σχέση ως προς το κυρίως θέμα της μελέτης, έχουν αναλυθεί στις υποσημειώσεις των αναφερόμενων κειμένων στο Β΄μέρος.
Η επεξεργασία των κειμένων ξεκινάει από το διήγημα της Παπαδοπούλου, «Αρετή και Κακία», δημοσιεύμενο στον Ταχυδρόμο τον Αύγουστο του 1899, το οποίο δίνει αφορμή στη λογομαχία για το «γλωσσικό». Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδος, ο Δ. Βέλλης, ο οποίος δημοσιεύει το διήγημα της Παπαδοπούλου, εκφράζει την έκπληξή του, προτάσσει το ακόλουθο σημείωμα, χωρίς να φαντάζεται ότι το διήγημα της Παπαδοπούλου με την συγκεκριμένη γλώσσα θα εύρισκε οπαδούς στην Κωνσταντινούπολη.
Η στάση της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου στην γλωσσική υπόθεση, αποκαλύπτεται μέσα από τον Ταχυδρόμο σε σημείο να θεωρείται πρωτοπόρος του «μαλλιαρισμού» στην Κωνσταντινούπολη. Η αξία του έργου της ως λογοτέχνιδας, - γιατί πρώτη φορά θα υπάρξουν διηγήματα που επεξεργάζονται τους προβληματισμούς της γυναίκας και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, και η συμβολή της στη διαμόρφωση του γλωσσικού ζητήματος, στην Κωνσταντινούπολη, θα αναγνωριστούν πολύ αργότερα.
Επίσης ο Φώτης Φωτιάδης, ως συνοδοιπόρος της, προβάλλει τις απόψεις του και δημιουργεί κλίμα συζήτησης για το γλωσσικό, υλοποιώντας τις ιδέες του, στο προαναφερόμενο έργο του.
Αξιόλογα είναι τα άρθρα του Νικολάου Φωτιάδη που δημοσιεύτηκαν επίσης στον Ταχυδρόμο. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ανεξάρτητη μελέτη.
Παρατηρείται ότι, επί μια τριακονταετία, από τη δημοσίευση του διηγήματος της Α. Παπαδοπούλου στη δημοτική, μέχρι τη δημοσίευση κάποιας μαθητικής έκθεσης πάλι στη δημοτική, η οποία το 1918 έρχεται να δημιουργήσει τον ίδιο αναβρασμό, στον Ταχυδρόμο, οι θέσεις της εφημερίδας ως προς την «πολιτική της γλώσσας» δεν κάμπτονται.
Οι συλλογικές δραστηριότητες ως συνέπεια της όλης δημοτικής κίνησης, αποτελούν την συστηματική επιστράτευση των δημοτικιστών. Κάτω από την ηγεσία του Φωτιάδη, ιδρύεται το «Αδερφάτο - η Ανάσταση (1908)», το οποίο λειτουργώντας με μυστικότητα, θα κυκλοφορήσει τα δημοτικιστικά έντυπα και τις εκδόσεις, όπως τη (Γλώσσα και Ζωή του Ε. Γιαννίδη), την εβδομαδιαία εφημερίδα Λαός, και θα συμβάλλει στην κυκλοφορία του Νουμά. Επίσης θα δώσει προβάδισμα σε επίμαχα θέματα όπως α. Την ίδρυση σχολείων, β. Τη συγγραφή των αναγνωσματαρίων και βιβλίων για παιδιά, γ. Την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων, δ. Την έκδοση περιοδικού.
Οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις, που εμφανίζονται στους δημοτικιστικούς κύκλους βρίσκουν έκφραση στα έργα τους, με αποτέλεσμα πρωταγωνιστές των αγώνων τους να έχουμε, για τους σοσιαλιστές την εργατική τάξη και για τους εθνικιστές τον λαό.
Ο Ψυχάρης, αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως αυτοσκοπό. Ο Βλαστός και η Πηνελόπη Δέλτα αντιπροσωπεύουν την εθνικιστική τάση, Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και ο Νίκος Γιαννιός τη σοσιαλιστική. Ο Φωτιάδης και ο Δραγούμης κρατούν κάποια ισορροπία ανάμεσα στις διάφορες τάσεις. Παρ΄όλες τις προσπάθειες τους όμως οι διαφορές τους φθάνουν στο σημείο που οδηγεί το Αδερφάτο σε διάλυση.
Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζεται ο δημοτικισμός στα σχολεία της Πόλης με επίκεντρο τα σχολικά προγράμματα, τα μαθήματα και τα βιβλία διδασκαλίας, όπου επιδιώκεται η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας στα εκπαιδευτικά πράγματα ως γλώσσας διδασκαλίας στο σχολικό χώρο με απτά τεκμήρια.
Οι πίνακες που έχουν καταγραφεί (1912), στο παράρτημα, συμπεριλαμβάνουν τα Προγράμματα των Παρθεναγωγείων και Διδασκαλείων, ως δείγματα για τις ώρες διδασκαλίας, την ύλη διδασκαλίας, του μαθήματος των Ελληνικών και πρέπει να αξιολογηθούν σαν πορίσματα της «γλωσσικής παιδείας», που δείχνουν τις διακυμάνσεις της γλωσσοεκπαιδευτικής πράξης, όπως προκύπτουν σε ανάλογες ιστορικές περιόδους.
Η απειλή των ξένων σχολών στα χρονικά όρια που αναφερόμαστε, είναι το αίτιο της μείωσης των ωρών του μαθήματος των Ελληνικών και αντίστοιχα της αύξησης των ωρών της ξένης γλώσσας και των επιστημονικών μαθημάτων.
Πουθενά δε συναντάμε τη δημοτική ως διδακτέα ύλη. Τα βιβλία «των νέων ελληνικών» και «η γραμματική της νέας γλώσσας», που υπάρχουν στα αναλυτικά προγράμματα και παρουσιάζονται στους πίνακες του Παραρτήματος, και ως φωτογραφήσεις εξώφυλλων στις σελίδες του Α΄ Μέρους που αφορούν τα κεφάλαια αυτά, είναι απλοποιημένα βιβλία, γραμμένα στην αρχαϊζουσα και στην καθαρεύουσα.
Στα Αναλυτικά προγράμματα μέχρι το 1912, διδάσκεται η καθαρεύουσα ως Νέα Γλώσσα. Το 1913 μετά το διαγωνισμό που προκηρύσσει η Π.Κ.Ε.Ε., για τις τέσσερις πρώτες τάξεις των αστικών σχολών, κάνει την εμφάνισή της «η γλώσσα της οικογενείας» πρώτη φορά στα αναγνωστικά βιβλία.
Συμπερασματικά μπορούμε να δεχθούμε ότι, το δημοτικιστικό ρεύμα με τις λογομαχίες του, δημιούργησε αναταραχές στην παιδεία των ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, χωρίς όμως ποτέ η δημοτική να γίνει η επίσημη γλώσσα της κοινότητας και χωρίς ποτέ να ενταχθεί στα αναλυτικά σχολικά - προγράμματα.
Εν κατακλείδι, «Ο Ταχυδρόμος», αποτελεί το εργαστήριο όπου θα προσφύγει κάθε μελετητής που θέλει να έχει την συνοπτική εικόνα του γλωσσικού ζητήματος στην Κωνσταντινούπολη, με όλους τους παράγοντες που την αποτελούν: την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, τον Φώτη Φωτιάδη, τους οπαδούς τους, κωνσταντινουπολίτες και ελλαδίτες δημοτικιστές, και τους καθαρευουσιάνους, την ιντελιγκέντσια της εποχής.
KADINLARIN GAZETESİ
KADINLARIN GAZETESİ 1887-1907
Yunanistan da, 1887 ile 1917 yılları arasında yayınlanan Kadınların Gazetesi , kadınlar için yeni bir dönemin başlamış olduğuna işaret eder. Dergi 20 yıl süreyle haftalık, on yıl süreyle de aylık olarak yayınlanır. Okuyucuları 5.000 i bulan derginin, uzun süren yayın dönemi, toplu kadın sesinin duyulmasına olanak sağlar.
Günümüz bakış açısı ile değerlendirildiğinde, o tarihte feminist bir yayın organı olarak faaliyet gösteren dergi, kadın erkek eşitliğine doğru gelişecek olan bir kadın hareketi sürecini belgeler.
Derginin yönetimi, dönemin önemli kadın şahsiyetlerinden Kallirroi Parren e aittir. Kallirroi Parren birçok yazı ve makalesini Eva Prenar, rumuzu ile imzalar. Bazı makaleler de, imzasız olmakla birlikte ona aittir. K.Parren, Atina nın ileri gelen okullarından Arsakios mezunudur ve uzun yıllar kız okullarında müdürlük yapmıştır. Eşi İoannis Parren, Atina Haber Ajansının kurucusudur.
1887-1907 yılları arası haftalık olarak (Pazar günleri), 1907-1917 yılları arasında da on beş günde bir yayınlanır. 1892 de yapılan bir istatistiğe göre, dergi 5.000 lik tiraja ulaşarak, dönemin dergileri arasında 2. sırayı alır. İlk döneminde, sekiz-çifte sütün şeklinde çıkar. Yirmi yıllık süre içersinde, yıllık aboneliği 5 drahmi olarak satılır. Dergi ilk yıllarında resim ve karikatür içermez. İleriki yıllarda, sistemli olarak da ikinci dönemi 1907 den sonra,
dergide resim, karikatür ve gazete ilanına da rastlamaktayız.
Kadınların Gazetesi nin misyonu, toplumda kadının özgürleşmesi için, stratejiler uygulamaktır. Kadını erkekle eşit görmeyi reddeden toplumda, derginin izleyeceği yol ağır ve dikkatlice yol almak olacaktır. Öncelikle erkeğe verilmiş bir hak olarak görünen yazın alanında, kadının da hak ettiği yeri kazanması sağlanacaktır.
İlk yayın tarihinden üç ay sonra dergi, kadın hikayeleri yarışması düzenler. Böylelikle feminist ve feminist olmayan kadın yazarlara ifade ortamı sağlanır. Bu özellikleriyle dergi, Yunanistan ve diasporası tarafından ilgi odağı haline gelmeyi başarır. Derginin müdürü
K. Parren, birçok hikayenin ve gezi yazısının yazarıdır ve kadının «başkaları ne diyecek?» anlayışından kurtulması ve özgürleşmesi gerektiğini, savunur. Dergi bu yönüyle dönemin kadın edebiyatçılarına yol açar. Bunlar arasında Antoniadu, Hrisovergi ve Aleksandra Papadopulu sayılabilir. Feminizmle ilgili olsun olmasın, dergiye yazan kadınlar, ilgi çekerek, dönemin tartışma konusu olmuşlardır.
1887-1907 yılları arasında, en az beş yıl dergide emeği geçen kadın yazarlar şunlardır: Agathoniki Antoniadu (öğretmen), Anthi Basiliadu (doktor), Eleni Georgiadu (öğretmen), İrini Zavitsianu (şair), Marianthi İliopoulu (şair), Ksantipi Kalostipi (gazeteci),
Kalliopi Kindini (pedagog), Toula Kokkali (pedagog), İrini Lahana (öğretmen), Sapfo Leontias (öğretmen, filolog, şair), Panayota Liurdi (öğretmen, filolog, şair), İrini Nikolaidou (öğretmen), Kallirroi Parren (öğretmen, gazeteci, şair), Maria Pinelli (öğretmen, gazeteci, şair), Marika Pipiza (şair), Marika Filippidu (gazeteci), Florentia Fundukli (öğretmen, hoca, şair), Kristalia Hrisovergi (öğretmen, şair). Listede adı geçen kadın yazarların bir kısmı İstanbul dan Atina ya göç etmiş olup, İstanbul da başlamış oldukları dergi faaliyetlerini orada sürdürmüşlerdir. (İrini Zavitsianu, Sapfo Leondias, Kristalia Hrisovergi gibi.) Ayrıca dergiye yazan İstanbul lu kadınlar arasında, Kalliopi Kehaya yı (Zapyon Lisesi ilk müdüresi), ve Aleksandra Papadopulu yu (İstanbul da yeni dil ihtilafını başlatan - kadın hikayeci), sayabiliriz. Bu kadınların yazılarında, dönemin İstanbul unda, yaşamdan izler bulmak mümkündür.
K. Parren in dergiye katkısı yalnız teknik alanı ilgilendiren çalışmalarla sınırlı değildi. Yayın sürecinde çalışan yaklaşık 20 kişilik kadın yazarları kadrosu dışında, Kadınların Gazetesi nin varlığı ve rotasını tayin eden K. Parren dir. Bu sebeple, dergide yayınlanan yazıları ve derginin varlık sebebini belirleyen faktörlere gelecek eleştirileri göğüsleyecek kişi de kendisidir. Derginin uluslararası kongrelerde yer almasını, bu platformda misyonunu sürdürmesini sağlayan da o dur.
Parren, döneminin yüksek tirajlı gazeteleri Estia ve Akropolis, tarafından, ve de 1880 lerin en tanınmış aydınları tarafından kabul görmüştür. Atina nın filoloji salonlarında bulunmuş, kendi salonunu eşi ve dostuna açmış, kalem arkadaşlarının buluşmasını, aynı zamanda dönemin ileri gelen yazarlarından Ksenopulos, Palamas, Griparis, Delmuzos, Hristomanos larla temasta bulunmalarını sağlamıştır. Feminizm yolunda ilerlerken, üstlendiği misyona karşı son derece duyarlı ve sorumluluk sahibidir.
İlk adımlarında kathareuousa dilinin taraftarı olmuş fakat sonrasında değişmekte olan yeni dil-dimotiki nin, dünyasını çok erken döneminde keşfederek, kendisini ve dergisini dönüştürmeyi başarmıştır. Dil meselesine bakışı, yeni dilcilerle özdeşleşmesine kadar gider ve bir dönem sonra gazete dili olarak, yalnız yeni dili benimser.
Mektup-yazışma köşesi, derginin önemli köşelerinden olup, yeni yazarların keşfedilmesini, ayrıca yeni fikirlerin yeşermesini sağlayarak derginin gelişmesini sağlar. Eleştiri yazıları derginin okuyucularıyla olan diyaloguna zemin hazırlar. Bu yazıların bir kısmı Parren in ağır cevaplarına maruz kalırlar, Parren i ve dergisini öven yazılardır.
Yazışma sütununda konuların dağılımı şöyledir:
Konu 1887 1892 1897 1902 1907
Abonelikler 50 87 90 89 93
Müşterek çalışma teklifleri 23 4 5 0 0
Tavsiyeler 10 7 5 0 0
Eleştiriler 17 12 4 11 7
Kadınların Gazetesinin ana amacı eşitlik ilkesini sağlamak olsa da, dergi, salt bir propaganda aracı değildir. Büyüyen kadrosu, genişleyen okuyucu kitlesi ile sürekli gelişim içinde bulunan kadın hareketinin yaratıcısı ve sürükleyicisidir.
Bu kadınların kadın sferinin dışına çıkarak, kadın hakları savunucuları olmaya iten sebepler nelerdir.? Sorunun cevabı zordur. Kadın dergisinin çalışanları arasında 4 ü yazar olan, 8 öğretmen, 3 gazeteci, 1 doktor, ve 2 şair bulunur. 3/2 sinden çoğu ekonomik özgürlüğü olan kadınlardır ve bu kadınlar öğretmen veya yazardırlar. Derginin ideolojisi ve kendi duruşu ile ilgili olarak, Parren e Yunanistan da kadın meselesinin yaratıcısı gözü ile bakılmışsa da, kendisi alçak gönüllülükle, böyle bir sıfatlandırmayı reddedip, amacının yalnızca kadın problematiğine eğilmek olduğunu savunmuştur.
Kadınların Gazetesi ne göre, kadın erkek eşitsizliği basit bir toplumsal sorun değildir. Bütün hiyerarşik sistemin temelini ve ayrıca da etik ve fizik yasalardaki düzensizliğin arşetipini oluşturur. Kadın hareketi, yalnızca bir kadın özgürlüğü hareketi değildir, aynı zamanda insanlığın özgürleşme hareketidir.
Kadınlar, büyük ölçüde kendi dönemlerinin, kadına sıcak bakan yaklaşımından yola çıkarak, «üstünlük» ve «kadında erdem» konularını yeniden ele alırlar. Sözü geçen erdemlere göre, kadınların toplumda belirleyici rollerinin olması gerekir. Bunun sonucu olarak, kadınların, erkeklerle eşit haklara sahip olmaları ve toplumsal yaşamda etkin olmaları beklenir.
Derginin propaganda konularından biri de, kadının aile içindeki yeridir. «Kadının en önemli işi ailesidir.»
Eğer evlilik her iki cinsiyetin doğal geleceği ise, neden aile içindeki rolleri bu kadar farklıdır? Neden ailenin mutluluğu kadın kaynaklıdır? Bu asimetrik anlayışın kökenleri kadının doğurganlığı ile ilgilidir. Kadın annedir ve anne sevgisi onun erkeğe karşı geri durmasını gerektirir. Doğurganlık ise, hiçbir şekilde kadın için dezavantaj değildir.
Dönemden kaynaklanan milliyetçilik ve milletlerin özgürleşme hareketleri dolayısıyla bu fikirler daha da önem taşır. 80 li kuşağın, cinsel özgürlük hareketi bazı rahatsızlıkları da beraberinde getirir. Kadın yazarlar gazeteleri kanalıyla erkeklerin artık kanıksadığı bir zeminde tartışma ortamı bulurlar. Kadınlar, böylelikle erkek kamuoyunu bazı emelleri doğrultusunda etkilediklerine inanırlar. Kadınlar Gazetesinin bütün haftalık serisinde «siz» ve «sizler» hitap şekliyle, erkekler hedef alınır. Geleneksel kadın görevlerinin ele alınması, annelik rolünün stratejik önemi, feministler için, erkek nazarında kadın haklarına ulaşmada vazgeçilmez konulardır.
19.y.y. da Yunanistan dışında, daha gelişmiş ve pederşahiliğin daha az baskın olduğu milletlerdeki kadın hareketi de, kadınların milletlerine ve toplumlarına sunacağı bu kadınsı hizmetler temellidir. 1848 lerin, oy hakkı için savaşmış kadın feministlerinden tutun da, antimonark feminist Maria Deraismes e , 19 y.y. alman feministlerinden, Amerikalı Susan B. Anthony e kadar, kadınların çıkış hareketi noktası kadına özgü erdemlerdir.
«Çeyiz» , derginin çok tartışılan ve karşı çıkılan konularından birini oluşturur ve farklı yorum ve düşüncelere gebedir. Kimileri tarafından «çeyiz» toplumsal yaşamda kadını yücelten ve koruyan bir değer olarak, kimilerince de aile ve topluma zararlı bir olgu olarak görülmüştür. Konuyla ilgili makalelerde, yazarların birleştiği nokta, kadınların bir parazite dönüşümüne karşı çıkmaktır. Bu da çeyizle değil, kadının çalışma hayatına atılmasıyla mümkündür.
Kadınların Gazetesinde, kadın yazarlar, ayrıca kadının cinsel objeye dönüşmesi fenomenini de tartışmışlardır. «Bazı erkekler kadınlarla evleneceklerine, kuklalarla evlenmelidirler.» Bu düşünce dönemin cinsel püritanizminin dışında, kadınların insani boyutunun göstergesidir.
Kadın cinselliğinin suistimal edilmesi, güçlünün güçsüz üzerinde baskı uyguladığı, hakimiyet sonucu olarak karşımıza çıkar. Aile içinde baskı fenomeni ile karşılaşılır ve bu durum erkek üstünlüğünün sağlanması içindir. Namus ile ilgili eleştiriler, genç kadınların intiharı, erkek kardeşe geçecek trahoma-çeyiz ile ilgili olarak, kardeşler tarafından işlenen cinayetler, aile baskısı olayı ile, ekonomik bağımlılığı birbiriyle ilişkilendirir.
Aile içinde kadına karşı uygulanan baskıyı din ve yasalar da desteklemektedir.
1890 yılından itibaren gazete evlilik konusunu işler. Çünkü her ne kadar evliliğin bir alışveriş konusu olarak ele alınmasına karşı çıkılsa da, Kadınlar Gazetesinin yazarları, onun aşk birlikteliğine veya özgür birleşmeye dönüşmesi fikrini desteklemezler. Sistemli bir şekilde, evliliğin sosyal yapılanması eleştirilir. Kadın aseksüalizminin değil de, saflığı nın kabulü, kadını cinsel zevkten ve aşktan (evlilik sınırları içersinde dahi) alıkoyar. «Evin şerefi için doğduk. Yaşam alevi yanarken, onun meşalesiyiz.(…) Erkeği çocuklarımız için seviyoruz, çocuklarımıza olan sevgimiz de her şeyin üstündedir.»
Cinsler arasında sosyal konum gereği gelişen en ufak değişiklik kadınlar aleyhine işlemektedir. İlk feministler de, kendi yaşam deneyimlerinden, bunun bilincindedirler. Herkesten çok da K. Parren. Jules Simon un kendisine 1888 de Uluslararası Kadın Hakları Kongresinde, progressiste moderee yakıştırmasını memnuniyetle kabul eder. K. Parren, ekstremizme dair ithamları önlemek adına, ağır ve sistemli bir şekilde ilerleyerek, kazanımlarına önem vermektedir. Bu şekilde feminizm propagandasının kuvvetlerini burjuva toplumuna yönlendirmeye çalışır. Kadınların Gazetesi, ilk yıllarında siyasi haklar meselesini bir kenara bırakarak, kadın özgürlüğü ile ilgili, iki hak üzerinde yoğunlaşır: eğitim ve çalışma hakkı.
Dergi, eğitilecek kadının ahlaki duruşunu mesele olarak gören erkek düşüncesine karşı, kadın eğitiminin sağlıklı bir şekilde programlanması halinde, kadın ahlaki gelişiminin de sağlıklı olacağına dair savlarda bulunur. Ancak kadına verilecek eğitim, «ağzına alacağı birkaç yabancı kelime ve davranış kuralları ile sınırlı olmayacak, kadını daha erdemli kılacak bir eğitim olacaktır.»
Bu şekilde bir eğitim kadının, eşitlik ilkesine dayalı özel eğitimini öngörmektedir. K. Parren in ev ekonomisi seminerleri organize etmek, bazı el sanatlarına yönelik kurslar düzenlenmesi gibi çabaları, böyle bir istemin yalnızca lafta kalmamış olup, bu doğrultuda çalışmaların yapılmış olduğunu gösterir.
1887 de, Universite bir kız öğrencinin yazılmasını engellediğinde, bu engelleme kadınların saflığına, erkeklerin kontrolsüz etiğine dayandırılmıştır. Bir sürü erkek öğrencinin içersinde kız öğrencinin bulunması, onun namusunu tehdit etmiştir, şeklinde algılanır. Kadınların Gazetesi kız öğrenciyi korumak için, bu yaklaşımı kınayacaktır: «Yunanlı (erkek) öğrenci, soylu duygulara sahiptir ve saygılı olmayı bilir.» Bu olayla ilgili olarak K.Parren, cinsler arasında fark olmadığını ve kadınların bilgisiz bırakılmasının programlı bir şekilde uygulandığını savunur.
Öğretmenlik mesleği 1880 lerden beri kadına sunulmuş iş imkanı olarak vardı. Fakat kadın öğretmenler , hiyerarşik düzende ender olarak müdür ve müfettiş mertebesine yükselmekteydiler. Bu durum da, derginin yazarları tarafından ele alınmış konulardan biriydi. Kadın eğitimciler müdür ve müfettiş olma hakkına sahip olmalıydılar.
Kadınlar Gazetesi için, «kadının çalışmasına karşı çıkanlar, evlilik düşmanlarıdırlar».
Anadolunun önyargılı skolastikleri «kadını evinin hizmetçisi olarak istemekteyiz» diye haykırmaktaydılar. Aydın kadınlar, «kadını şerefiyle çalışan, erkeğin yanıbaşındaki dost» olarak, şairler ve ideologlar ise «bir melek, evinde-serasında yaşamak üzere gelmiş, kendi kokusunu üreten nazik bir çiçek» olarak kabul etmekteydiler. Oysa kadın yazarların savunduğu şekliyle kadın gerçeği şudur: «Kadın da sizler gibi insandır, eli, ayağı, midesi vardır. Yaşamak için, çocuğunu emzirebilmek için, yemeğe, giyinmeğe ihtiyacı vardır. Bunlara sahip olabilmek için de çalışması gerekmektedir. Çok sığ olmakla birlikte gerçek budur.»
Eşitsizlik maaşlarda da kendini gösteriyordu. Kadın ve erkek işçiye farklı maaş uygulaması yapılmaktaydı. Bu uygulama, dergi tarafından açıkça devletin ikiyüzlülüğünün göstergesi olarak kabul edilmekteydi.
1900 lerde, meclis, milletvekili Potamianos un, kadınların postanenin bazı kademelerine getirilmesi olayını onaylamazken, Parren, eski gelenek olan, erkeğin at sürüp kadının yürüyerek onu takip etmesi, erkeğin artıklarıyla kadının beslenmesi durumlarını öne sürüp, daha bu zihniyetin bazı kesimlerce kabul gördüğüne parmak basar. Bu zihniyettir ki erkeği telgrafçı, kadını tarlada emektar, yine oğlanı tok, kızı aç olarak görmek istemektedir.
Ζaman içersinde, Kadınlar Gazetesinin ayrımcılığa karşı savaşı, iki cinsin ortak sosyal rollerine dayanan, yeni bir kadın kimliğine doğru gelişir. Böylelikle, bir konfeksiyon fabrikasındaki işçi greviyle ilgili olarak K.Parren, şöyle yazmıştır: «İki cinsin, alışılmadık birlikteliği. Hiçbirzaman, kadın ve erkek işçi kardeşliği bu denli kusursuz olmamıştı.
Toplantılar karma, kadın ve erkek hatipler, birbirlerine kürsüde yer vermekteler, kongrelerde kadın ve erkekler birlikte yer almaktadırlar, ve nihayet anlaşılmıştır ki, iş, hak ve gelişim konuları cins meseleleri değildir, herkesi ilgilendirir.»
Yunanistan da seçme ve seçilme hakkıyla ilgili olarak dergi çekimser kalacaktır. Ancak bu durum, diğer ülkelerdeki kadınların bu konudaki kazanımlarını yayınlamasını engellemez. Bu yaklaşımı derginin özellikle seçim öncesi dönemlerde, kadınların seçim hakkını desteklemesi yönelimini açık açık olmasa da, göstermektedir. «Yunanlı kadın da dünyadaki hem cinslerinin haklarına sahip olmalıdır».
Kadınların Gazetesi, seçim hakkını özel kadın görevleriyle ilişkilendirerek, politik haklar elde etme çabasını gütmüştür. Bütün çabalara rağmen, ancak 1930 larda kadınların bir bölümü, belediye seçimleri hakkını elde ederler. Kadınlar tam seçim hakkına ise ancak 1952 de sahip olacaklardır.
Dr. Kornilia Ç.Bayvertyan
KALLİRROİ PARREN
Kadınların Gazetesi, Atina, 6 Eylül 1887
Yunanistan da, 1887 ile 1917 yılları arasında yayınlanan Kadınların Gazetesi , kadınlar için yeni bir dönemin başlamış olduğuna işaret eder. Dergi 20 yıl süreyle haftalık, on yıl süreyle de aylık olarak yayınlanır. Okuyucuları 5.000 i bulan derginin, uzun süren yayın dönemi, toplu kadın sesinin duyulmasına olanak sağlar.
Günümüz bakış açısı ile değerlendirildiğinde, o tarihte feminist bir yayın organı olarak faaliyet gösteren dergi, kadın erkek eşitliğine doğru gelişecek olan bir kadın hareketi sürecini belgeler.
Derginin yönetimi, dönemin önemli kadın şahsiyetlerinden Kallirroi Parren e aittir. Kallirroi Parren birçok yazı ve makalesini Eva Prenar, rumuzu ile imzalar. Bazı makaleler de, imzasız olmakla birlikte ona aittir. K.Parren, Atina nın ileri gelen okullarından Arsakios mezunudur ve uzun yıllar kız okullarında müdürlük yapmıştır. Eşi İoannis Parren, Atina Haber Ajansının kurucusudur.
1887-1907 yılları arası haftalık olarak (Pazar günleri), 1907-1917 yılları arasında da on beş günde bir yayınlanır. 1892 de yapılan bir istatistiğe göre, dergi 5.000 lik tiraja ulaşarak, dönemin dergileri arasında 2. sırayı alır. İlk döneminde, sekiz-çifte sütün şeklinde çıkar. Yirmi yıllık süre içersinde, yıllık aboneliği 5 drahmi olarak satılır. Dergi ilk yıllarında resim ve karikatür içermez. İleriki yıllarda, sistemli olarak da ikinci dönemi 1907 den sonra,
dergide resim, karikatür ve gazete ilanına da rastlamaktayız.
Kadınların Gazetesi nin misyonu, toplumda kadının özgürleşmesi için, stratejiler uygulamaktır. Kadını erkekle eşit görmeyi reddeden toplumda, derginin izleyeceği yol ağır ve dikkatlice yol almak olacaktır. Öncelikle erkeğe verilmiş bir hak olarak görünen yazın alanında, kadının da hak ettiği yeri kazanması sağlanacaktır.
İlk yayın tarihinden üç ay sonra dergi, kadın hikayeleri yarışması düzenler. Böylelikle feminist ve feminist olmayan kadın yazarlara ifade ortamı sağlanır. Bu özellikleriyle dergi, Yunanistan ve diasporası tarafından ilgi odağı haline gelmeyi başarır. Derginin müdürü
K. Parren, birçok hikayenin ve gezi yazısının yazarıdır ve kadının «başkaları ne diyecek?» anlayışından kurtulması ve özgürleşmesi gerektiğini, savunur. Dergi bu yönüyle dönemin kadın edebiyatçılarına yol açar. Bunlar arasında Antoniadu, Hrisovergi ve Aleksandra Papadopulu sayılabilir. Feminizmle ilgili olsun olmasın, dergiye yazan kadınlar, ilgi çekerek, dönemin tartışma konusu olmuşlardır.
1887-1907 yılları arasında, en az beş yıl dergide emeği geçen kadın yazarlar şunlardır: Agathoniki Antoniadu (öğretmen), Anthi Basiliadu (doktor), Eleni Georgiadu (öğretmen), İrini Zavitsianu (şair), Marianthi İliopoulu (şair), Ksantipi Kalostipi (gazeteci),
Kalliopi Kindini (pedagog), Toula Kokkali (pedagog), İrini Lahana (öğretmen), Sapfo Leontias (öğretmen, filolog, şair), Panayota Liurdi (öğretmen, filolog, şair), İrini Nikolaidou (öğretmen), Kallirroi Parren (öğretmen, gazeteci, şair), Maria Pinelli (öğretmen, gazeteci, şair), Marika Pipiza (şair), Marika Filippidu (gazeteci), Florentia Fundukli (öğretmen, hoca, şair), Kristalia Hrisovergi (öğretmen, şair). Listede adı geçen kadın yazarların bir kısmı İstanbul dan Atina ya göç etmiş olup, İstanbul da başlamış oldukları dergi faaliyetlerini orada sürdürmüşlerdir. (İrini Zavitsianu, Sapfo Leondias, Kristalia Hrisovergi gibi.) Ayrıca dergiye yazan İstanbul lu kadınlar arasında, Kalliopi Kehaya yı (Zapyon Lisesi ilk müdüresi), ve Aleksandra Papadopulu yu (İstanbul da yeni dil ihtilafını başlatan - kadın hikayeci), sayabiliriz. Bu kadınların yazılarında, dönemin İstanbul unda, yaşamdan izler bulmak mümkündür.
K. Parren in dergiye katkısı yalnız teknik alanı ilgilendiren çalışmalarla sınırlı değildi. Yayın sürecinde çalışan yaklaşık 20 kişilik kadın yazarları kadrosu dışında, Kadınların Gazetesi nin varlığı ve rotasını tayin eden K. Parren dir. Bu sebeple, dergide yayınlanan yazıları ve derginin varlık sebebini belirleyen faktörlere gelecek eleştirileri göğüsleyecek kişi de kendisidir. Derginin uluslararası kongrelerde yer almasını, bu platformda misyonunu sürdürmesini sağlayan da o dur.
Parren, döneminin yüksek tirajlı gazeteleri Estia ve Akropolis, tarafından, ve de 1880 lerin en tanınmış aydınları tarafından kabul görmüştür. Atina nın filoloji salonlarında bulunmuş, kendi salonunu eşi ve dostuna açmış, kalem arkadaşlarının buluşmasını, aynı zamanda dönemin ileri gelen yazarlarından Ksenopulos, Palamas, Griparis, Delmuzos, Hristomanos larla temasta bulunmalarını sağlamıştır. Feminizm yolunda ilerlerken, üstlendiği misyona karşı son derece duyarlı ve sorumluluk sahibidir.
İlk adımlarında kathareuousa dilinin taraftarı olmuş fakat sonrasında değişmekte olan yeni dil-dimotiki nin, dünyasını çok erken döneminde keşfederek, kendisini ve dergisini dönüştürmeyi başarmıştır. Dil meselesine bakışı, yeni dilcilerle özdeşleşmesine kadar gider ve bir dönem sonra gazete dili olarak, yalnız yeni dili benimser.
Mektup-yazışma köşesi, derginin önemli köşelerinden olup, yeni yazarların keşfedilmesini, ayrıca yeni fikirlerin yeşermesini sağlayarak derginin gelişmesini sağlar. Eleştiri yazıları derginin okuyucularıyla olan diyaloguna zemin hazırlar. Bu yazıların bir kısmı Parren in ağır cevaplarına maruz kalırlar, Parren i ve dergisini öven yazılardır.
Yazışma sütununda konuların dağılımı şöyledir:
Konu 1887 1892 1897 1902 1907
Abonelikler 50 87 90 89 93
Müşterek çalışma teklifleri 23 4 5 0 0
Tavsiyeler 10 7 5 0 0
Eleştiriler 17 12 4 11 7
Kadınların Gazetesinin ana amacı eşitlik ilkesini sağlamak olsa da, dergi, salt bir propaganda aracı değildir. Büyüyen kadrosu, genişleyen okuyucu kitlesi ile sürekli gelişim içinde bulunan kadın hareketinin yaratıcısı ve sürükleyicisidir.
Bu kadınların kadın sferinin dışına çıkarak, kadın hakları savunucuları olmaya iten sebepler nelerdir.? Sorunun cevabı zordur. Kadın dergisinin çalışanları arasında 4 ü yazar olan, 8 öğretmen, 3 gazeteci, 1 doktor, ve 2 şair bulunur. 3/2 sinden çoğu ekonomik özgürlüğü olan kadınlardır ve bu kadınlar öğretmen veya yazardırlar. Derginin ideolojisi ve kendi duruşu ile ilgili olarak, Parren e Yunanistan da kadın meselesinin yaratıcısı gözü ile bakılmışsa da, kendisi alçak gönüllülükle, böyle bir sıfatlandırmayı reddedip, amacının yalnızca kadın problematiğine eğilmek olduğunu savunmuştur.
Kadınların Gazetesi ne göre, kadın erkek eşitsizliği basit bir toplumsal sorun değildir. Bütün hiyerarşik sistemin temelini ve ayrıca da etik ve fizik yasalardaki düzensizliğin arşetipini oluşturur. Kadın hareketi, yalnızca bir kadın özgürlüğü hareketi değildir, aynı zamanda insanlığın özgürleşme hareketidir.
Kadınlar, büyük ölçüde kendi dönemlerinin, kadına sıcak bakan yaklaşımından yola çıkarak, «üstünlük» ve «kadında erdem» konularını yeniden ele alırlar. Sözü geçen erdemlere göre, kadınların toplumda belirleyici rollerinin olması gerekir. Bunun sonucu olarak, kadınların, erkeklerle eşit haklara sahip olmaları ve toplumsal yaşamda etkin olmaları beklenir.
Derginin propaganda konularından biri de, kadının aile içindeki yeridir. «Kadının en önemli işi ailesidir.»
Eğer evlilik her iki cinsiyetin doğal geleceği ise, neden aile içindeki rolleri bu kadar farklıdır? Neden ailenin mutluluğu kadın kaynaklıdır? Bu asimetrik anlayışın kökenleri kadının doğurganlığı ile ilgilidir. Kadın annedir ve anne sevgisi onun erkeğe karşı geri durmasını gerektirir. Doğurganlık ise, hiçbir şekilde kadın için dezavantaj değildir.
Dönemden kaynaklanan milliyetçilik ve milletlerin özgürleşme hareketleri dolayısıyla bu fikirler daha da önem taşır. 80 li kuşağın, cinsel özgürlük hareketi bazı rahatsızlıkları da beraberinde getirir. Kadın yazarlar gazeteleri kanalıyla erkeklerin artık kanıksadığı bir zeminde tartışma ortamı bulurlar. Kadınlar, böylelikle erkek kamuoyunu bazı emelleri doğrultusunda etkilediklerine inanırlar. Kadınlar Gazetesinin bütün haftalık serisinde «siz» ve «sizler» hitap şekliyle, erkekler hedef alınır. Geleneksel kadın görevlerinin ele alınması, annelik rolünün stratejik önemi, feministler için, erkek nazarında kadın haklarına ulaşmada vazgeçilmez konulardır.
19.y.y. da Yunanistan dışında, daha gelişmiş ve pederşahiliğin daha az baskın olduğu milletlerdeki kadın hareketi de, kadınların milletlerine ve toplumlarına sunacağı bu kadınsı hizmetler temellidir. 1848 lerin, oy hakkı için savaşmış kadın feministlerinden tutun da, antimonark feminist Maria Deraismes e , 19 y.y. alman feministlerinden, Amerikalı Susan B. Anthony e kadar, kadınların çıkış hareketi noktası kadına özgü erdemlerdir.
«Çeyiz» , derginin çok tartışılan ve karşı çıkılan konularından birini oluşturur ve farklı yorum ve düşüncelere gebedir. Kimileri tarafından «çeyiz» toplumsal yaşamda kadını yücelten ve koruyan bir değer olarak, kimilerince de aile ve topluma zararlı bir olgu olarak görülmüştür. Konuyla ilgili makalelerde, yazarların birleştiği nokta, kadınların bir parazite dönüşümüne karşı çıkmaktır. Bu da çeyizle değil, kadının çalışma hayatına atılmasıyla mümkündür.
Kadınların Gazetesinde, kadın yazarlar, ayrıca kadının cinsel objeye dönüşmesi fenomenini de tartışmışlardır. «Bazı erkekler kadınlarla evleneceklerine, kuklalarla evlenmelidirler.» Bu düşünce dönemin cinsel püritanizminin dışında, kadınların insani boyutunun göstergesidir.
Kadın cinselliğinin suistimal edilmesi, güçlünün güçsüz üzerinde baskı uyguladığı, hakimiyet sonucu olarak karşımıza çıkar. Aile içinde baskı fenomeni ile karşılaşılır ve bu durum erkek üstünlüğünün sağlanması içindir. Namus ile ilgili eleştiriler, genç kadınların intiharı, erkek kardeşe geçecek trahoma-çeyiz ile ilgili olarak, kardeşler tarafından işlenen cinayetler, aile baskısı olayı ile, ekonomik bağımlılığı birbiriyle ilişkilendirir.
Aile içinde kadına karşı uygulanan baskıyı din ve yasalar da desteklemektedir.
1890 yılından itibaren gazete evlilik konusunu işler. Çünkü her ne kadar evliliğin bir alışveriş konusu olarak ele alınmasına karşı çıkılsa da, Kadınlar Gazetesinin yazarları, onun aşk birlikteliğine veya özgür birleşmeye dönüşmesi fikrini desteklemezler. Sistemli bir şekilde, evliliğin sosyal yapılanması eleştirilir. Kadın aseksüalizminin değil de, saflığı nın kabulü, kadını cinsel zevkten ve aşktan (evlilik sınırları içersinde dahi) alıkoyar. «Evin şerefi için doğduk. Yaşam alevi yanarken, onun meşalesiyiz.(…) Erkeği çocuklarımız için seviyoruz, çocuklarımıza olan sevgimiz de her şeyin üstündedir.»
Cinsler arasında sosyal konum gereği gelişen en ufak değişiklik kadınlar aleyhine işlemektedir. İlk feministler de, kendi yaşam deneyimlerinden, bunun bilincindedirler. Herkesten çok da K. Parren. Jules Simon un kendisine 1888 de Uluslararası Kadın Hakları Kongresinde, progressiste moderee yakıştırmasını memnuniyetle kabul eder. K. Parren, ekstremizme dair ithamları önlemek adına, ağır ve sistemli bir şekilde ilerleyerek, kazanımlarına önem vermektedir. Bu şekilde feminizm propagandasının kuvvetlerini burjuva toplumuna yönlendirmeye çalışır. Kadınların Gazetesi, ilk yıllarında siyasi haklar meselesini bir kenara bırakarak, kadın özgürlüğü ile ilgili, iki hak üzerinde yoğunlaşır: eğitim ve çalışma hakkı.
Dergi, eğitilecek kadının ahlaki duruşunu mesele olarak gören erkek düşüncesine karşı, kadın eğitiminin sağlıklı bir şekilde programlanması halinde, kadın ahlaki gelişiminin de sağlıklı olacağına dair savlarda bulunur. Ancak kadına verilecek eğitim, «ağzına alacağı birkaç yabancı kelime ve davranış kuralları ile sınırlı olmayacak, kadını daha erdemli kılacak bir eğitim olacaktır.»
Bu şekilde bir eğitim kadının, eşitlik ilkesine dayalı özel eğitimini öngörmektedir. K. Parren in ev ekonomisi seminerleri organize etmek, bazı el sanatlarına yönelik kurslar düzenlenmesi gibi çabaları, böyle bir istemin yalnızca lafta kalmamış olup, bu doğrultuda çalışmaların yapılmış olduğunu gösterir.
1887 de, Universite bir kız öğrencinin yazılmasını engellediğinde, bu engelleme kadınların saflığına, erkeklerin kontrolsüz etiğine dayandırılmıştır. Bir sürü erkek öğrencinin içersinde kız öğrencinin bulunması, onun namusunu tehdit etmiştir, şeklinde algılanır. Kadınların Gazetesi kız öğrenciyi korumak için, bu yaklaşımı kınayacaktır: «Yunanlı (erkek) öğrenci, soylu duygulara sahiptir ve saygılı olmayı bilir.» Bu olayla ilgili olarak K.Parren, cinsler arasında fark olmadığını ve kadınların bilgisiz bırakılmasının programlı bir şekilde uygulandığını savunur.
Öğretmenlik mesleği 1880 lerden beri kadına sunulmuş iş imkanı olarak vardı. Fakat kadın öğretmenler , hiyerarşik düzende ender olarak müdür ve müfettiş mertebesine yükselmekteydiler. Bu durum da, derginin yazarları tarafından ele alınmış konulardan biriydi. Kadın eğitimciler müdür ve müfettiş olma hakkına sahip olmalıydılar.
Kadınlar Gazetesi için, «kadının çalışmasına karşı çıkanlar, evlilik düşmanlarıdırlar».
Anadolunun önyargılı skolastikleri «kadını evinin hizmetçisi olarak istemekteyiz» diye haykırmaktaydılar. Aydın kadınlar, «kadını şerefiyle çalışan, erkeğin yanıbaşındaki dost» olarak, şairler ve ideologlar ise «bir melek, evinde-serasında yaşamak üzere gelmiş, kendi kokusunu üreten nazik bir çiçek» olarak kabul etmekteydiler. Oysa kadın yazarların savunduğu şekliyle kadın gerçeği şudur: «Kadın da sizler gibi insandır, eli, ayağı, midesi vardır. Yaşamak için, çocuğunu emzirebilmek için, yemeğe, giyinmeğe ihtiyacı vardır. Bunlara sahip olabilmek için de çalışması gerekmektedir. Çok sığ olmakla birlikte gerçek budur.»
Eşitsizlik maaşlarda da kendini gösteriyordu. Kadın ve erkek işçiye farklı maaş uygulaması yapılmaktaydı. Bu uygulama, dergi tarafından açıkça devletin ikiyüzlülüğünün göstergesi olarak kabul edilmekteydi.
1900 lerde, meclis, milletvekili Potamianos un, kadınların postanenin bazı kademelerine getirilmesi olayını onaylamazken, Parren, eski gelenek olan, erkeğin at sürüp kadının yürüyerek onu takip etmesi, erkeğin artıklarıyla kadının beslenmesi durumlarını öne sürüp, daha bu zihniyetin bazı kesimlerce kabul gördüğüne parmak basar. Bu zihniyettir ki erkeği telgrafçı, kadını tarlada emektar, yine oğlanı tok, kızı aç olarak görmek istemektedir.
Ζaman içersinde, Kadınlar Gazetesinin ayrımcılığa karşı savaşı, iki cinsin ortak sosyal rollerine dayanan, yeni bir kadın kimliğine doğru gelişir. Böylelikle, bir konfeksiyon fabrikasındaki işçi greviyle ilgili olarak K.Parren, şöyle yazmıştır: «İki cinsin, alışılmadık birlikteliği. Hiçbirzaman, kadın ve erkek işçi kardeşliği bu denli kusursuz olmamıştı.
Toplantılar karma, kadın ve erkek hatipler, birbirlerine kürsüde yer vermekteler, kongrelerde kadın ve erkekler birlikte yer almaktadırlar, ve nihayet anlaşılmıştır ki, iş, hak ve gelişim konuları cins meseleleri değildir, herkesi ilgilendirir.»
Yunanistan da seçme ve seçilme hakkıyla ilgili olarak dergi çekimser kalacaktır. Ancak bu durum, diğer ülkelerdeki kadınların bu konudaki kazanımlarını yayınlamasını engellemez. Bu yaklaşımı derginin özellikle seçim öncesi dönemlerde, kadınların seçim hakkını desteklemesi yönelimini açık açık olmasa da, göstermektedir. «Yunanlı kadın da dünyadaki hem cinslerinin haklarına sahip olmalıdır».
Kadınların Gazetesi, seçim hakkını özel kadın görevleriyle ilişkilendirerek, politik haklar elde etme çabasını gütmüştür. Bütün çabalara rağmen, ancak 1930 larda kadınların bir bölümü, belediye seçimleri hakkını elde ederler. Kadınlar tam seçim hakkına ise ancak 1952 de sahip olacaklardır.
Dr. Kornilia Ç.Bayvertyan
KALLİRROİ PARREN
Kadınların Gazetesi, Atina, 6 Eylül 1887
18 Mayıs 2009 Pazartesi
ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΘΕΣΣ/ΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΞΗ 2008
«Η Αϊσέ Σιντικά, μια τουρκάλα Ζαππίδα, στις επάλξεις της εκπαίδευσης των θηλέων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην Κωνσταντινούπολη»
Κορνηλία Τσεβίκ Μπαϊβερτιάν
Οι συνθήκες που ετοιμάζουν το πρόσφορο έδαφος του Τανζιμάτ, οι επιδράσεις της δύσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι νεοτερισμοί που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο οθωμανικός πολιτισμός σταδιακά θα σφραγίσουν ως καθοριστικοί παράγοντες τον 19ο αιώνα. Η επιστήμη ως πρωταρχικό κριτήριο της αναγέννησης και της ανανέωσης στα ευρωπαϊκά σύνορα του ισλάμ, θα διεισδύσει και θα κυριαρχήσει σ’ όλες τις παραμέτρους. Η εκπαίδευση θα καταπολεμήσει τον συντηρητισμό, θα μεταλλάξει τα συστήματα σε όλους τους τομείς από τη διοίκηση μέχρι την καθημερινότητα. Σε αυτό το κλίμα της στροφής προς τον ανώτερο πολιτισμό, «η γυναίκα», κάνει το άλμα της, ερχόμενη να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, να ζήσει την αφύπνιση εκείνη προς το ορθό και να μεταλλάξει καθοριστικά τις αξίες που επικρατούν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Οι αντιλήψεις για την διαπαιδαγώγηση της γυναίκας ως ενεργού μέλους της κοινωνίας, συγκεντρώνονται στην ανάγκη ιδρύσεως σχολών, όπου θα φοιτούν γυναίκες. To Ζάππειο Παρθεναγωγείο (1875), εκτελώντας το όραμα του ιδρυτού του Κωνσταντίνου Ζάππα, την εποχή αυτή, λειτουργεί ως φυτώριο των ελληνίδων νεανίδων ανά τον κόσμο και ως υπόδειγμα «σχολείου» με την εφοδιασμένη από σύγχρονες μεθόδους εκπαίδευσή του, προσφέρει τα φώτα του, ακόμα και στις οθωμανίδες σπουδάστριες που αναζητούν να πάρουν ελληνική μόρφωση. Η Αϊσέ Σιντικά, μια τουρκάλα Ζαππίδα, στις επάλξεις της εκπαίδευσης των θηλέων της Αυτοκρατορίας και το «παιδαγωγικό της έργο», είναι το θέμα που θα απασχολήσει το θέμα της εισήγησης αυτής. Η Αϊσέ αποφοιτώντας από το Ζάππειο, μεταφέρει το πνευματικό πλούτος που αποκομίζει από τις σπουδές της στο Ζάππειο. Το συγγραφικό της έργο, «Το μάθημα Καλής Αγωγής» ως πρώτο παιδαγωγικό έργο της εποχής της, στην Οθωμανική Τουρκία, ανοίγει τις πύλες της παιδαγωγικής γνώσης-επιστήμης στα εκπαιδευτήρια των τούρκων της Αυτοκρατορίας, μαζί και νέους ορίζοντες στους τούρκους σπουδαστές που ενστερνίζονται τις παιδαγωγικές ιδέες και θεωρίες της.
Abstract
The productive period that prepared the Tanzimat and the impacts of the West will leave its input to the 19th century Ottoman Empire. While science was providing itself as the criterion of development and newness at the border of Europe, education fought against the conservation and provided the change of the systems in all fields. In this period of transformation, women experiencing their own awakening continued their battle of existence which contributed to the alteration of existing values. Education was a must for women living in a productive society and the establishment of girls’ schools too. The Girl School of Zapyon (1875), which followed the vision of its foundateur Konstantin Zappas and acquiring students from all over the world, raised teachers and constituted a model. With its contemporary education and scientific base of pedagogical understanding, this school was opened to who would like to learn Hellenic culture. The paper is based on Ayşe Sıdıka who took her place in the ottoman education system and on her book Usul-ı Talim ve Terbiye (Ways of Teaching and Education). After being graduated, Ayşe presented her knowledge in the field of pedagogy to Ottoman Turks. Her book, which is regarded as the first masterpiece in the field of pedagogy, opened the doors for ottomans to pedagogical science and shone light on young ottoman people.
Θα ήθελα να απευθύνω τις θερμές μου ευχαριστίες στην κ. Ζιώγου Καραστεργίου και στον κ. Χρίστο Τζήκα που με την πρόσκλησή τους στο Συνέδριο αυτό, δίνουν την ευκαιρία να ακουστεί η φωνή της Πολίτικης Ρωμηοσύνης στα Ελλαδικά Φόρα.
Οι συνθήκες, που ετοιμάζουν το πρόσφορο έδαφος του Τανζιμάτ, της Μεταρρυθμιστικής περιόδου και οι επιδράσεις της Δύσης, θα σφραγίσουν ως καθοριστικοί παράγοντες τον 19ο αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το μοντέλο των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης, θα οδηγήσει το οθωμανικό κράτος στην προσπάθεια να καλύψει τα κενά του, πρώτα στον τομέα της Παιδείας για να επιτύχει έτσι τον εξευρωπαϊσμό και τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Η εκπαίδευση αυτή συντονισμένη, όσο είναι δυνατόν, στα ευρωπαϊκά πρότυπα θα καταπολεμήσει τον συντηρητισμό, θα μεταλλάξει τα συστήματα σε όλους τους τομείς από τη διοίκηση μέχρι την καθημερινότητα.
Σε αυτό το κλίμα της στροφής προς ένα ανώτερο πολιτισμό, «η γυναίκα», κάνει το άλμα της, ερχόμενη να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, να ζήσει την αφύπνιση εκείνη που χρειαζόταν ώστε να μετεξελίξει καθοριστικά τις αξίες που επικρατούσαν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Οι μηχανισμοί της εκπαίδευσης στρέφονται προς την πνευματική άνοδο της γυναίκας. Οι αντιλήψεις για τη διαπαιδαγώγηση της γυναίκας ως ενεργού μέλους της κοινωνίας, συγκεντρώνονται στην ανάγκη ιδρύσεως σχολών, όπου θα φοιτούν κορίτσια.
Για τον λόγο αυτό, οι τούρκοι της Αυτοκρατορίας ιδρύουν το 1848 το Νταρουλμουαλιμίν, για την εκπαίδευση των δασκάλων που θα διορίζονταν σε αρρεναγωγεία και το 1870 το Νταρουλμουαλλιμάτ, για την εκπαίδευση των διδασκαλισσών που θα διορίζονταν σε παρθεναγωγεία.
Την ίδια εποχή, η ρωμεϊκη μειονότητα της Πόλης, αρχίζει να επενδύει στον Εκπαιδευτικό τομέα επωφελούμενη των νεωτεριστικών διαταγμάτων του Οθωμανικού Κράτους. Ιδρύεται ο Υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως Σύλλογος με την πρόταση του Ηροκλή Βασιάδη. Ο Σύλλογος και το δυναμικό του θα σπείρουν την ιδέα της εκπαίδευσης των κοριτσιών πιστεύοντας ότι μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί η αναβάθμιση της ρωμεϊκης κοινότητας.
To Ζάππειο Παρθεναγωγείο (1875), εκτελώντας το όραμα του ιδρυτού του Κωνσταντίνου Ζάππα, την εποχή αυτή, θα λειτουργήσει ως φυτώριο των ελληνίδων νεανίδων από όλον τον κόσμο. Θα συγκεντρώσει μαθήτριες από την Ανατολή, τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τον Πόντο, τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θράκη και ως υπόδειγμα «σχολείου» με την εφοδιασμένη από σύγχρονες μεθόδους εκπαίδευσή του, θα προσφέρει τα φώτα του, ακόμα και στις οθωμανίδες σπουδάστριες που αναζητούν να πάρουν ελληνική μόρφωση. Το Διδασκαλείο του, που δημιουργείται το 1884, εδραιώνεται και δίδει καρπούς το 1886 με τις πρώτες απόφοιτές του, αποτελώντας το μοναδικό κέντρο ανώτερης εκπαίδευσης, για τα κορίτσια που προορίζονταν να γίνουν δασκάλες.
Κάπου στη συγκυρία αυτή συναντάμε την Αϊσέ Σιντικά, την κόρη του Cuma-i Balalı Mazlumzade Mustafa Numan Efendi . Η Ayşe Sıdıka γεννιέται το 1872, στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατο της μητέρας της, ο πατέρας της για να εξασφαλίσει στην κόρη του καλές σπουδές, την εγγράφει εσώκλειστη στο Ζάππειο Λύκειο Θηλέων του Πέραν . Η Μελντά Καπτάνα, πρώτη γκαλερίστα της Τουρκίας, η οποία αποτελεί και την πηγή των πληροφοριών που αποκόμισα με την μετάφραση του έργου της, είναι δισέγγονη της αδελφής της Αισέ Σιντικά, η οποία επίσης αποφοίτησε από το γυμνασιακό τμήμα του Ζαππείου.
Ο λόγος που οδήγησε τον Νουμάν Εφέντη στην επιλογή της σχολής φοίτησης των κοριτσιών του , στάθηκε ίσως το ότι οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, επιδίωξαν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που τους προσφέρθηκαν στο νέο θεσμικό πλαίσιο των Μεταρρυθμίσεων τα τέλη του 19ου αιώνα και ίδρυσαν σχολεία θηλέων σε σύγχρονα εκπαιδευτικά πρότυπα.
Η Ayşe Sıdıka, ξεκινώντας από το Δημοτικό έφτασε μέχρι το τέλος των σπουδών του Διδασκαλείου.
Με το δίπλωμα που πήρε στις 19 Ιουνίου του 1888, κατάφερε επάξια να διδάξει τα μαθήματα αυτά στα ανώτερης βαθμίδας σχολεία της εποχής.
Από την πορεία που θα ακολουθήσει διαπιστώνεται ότι κατά το διάστημα της φοίτησής της επηρεάστηκε βαθιά από τα μαθήματα Παιδαγωγικών που διδάσκονταν στο Ζάππειο από τη διευθύντρια της, κκ. Καλλιόπη Κεχαγιά η οποία είχε συγκεντρώσει τις ομιλίες της στο βιβλίο με τίτλο «Παιδαγωγικαί Μελέται».
Το 1890 διορίστηκε στο τουρκικό Διδασκαλείο σαν δασκάλα Γεωγραφίας, Ηθικής και Χειροτεχνίας. Όταν διορίστηκε (η Ayşe Sıdıka), στο πρόγραμμα μαθημάτων του Διδασκαλείου η «Παιδαγωγική» δεν υπήρχε σαν μάθημα. Νωρίτερα, το 1879, το μάθημα «Μεθοδολογία διδασκαλίας», που συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα μαθημάτων του Διδασκαλείου, διδάχτηκε από τον Aristokli Efendi, αλλά ένα χρόνο αργότερα το μάθημα αυτό καταργήθηκε. Η απουσία των μαθημάτων παιδαγωγικής από ένα σχολείο το οποίο γαλουχούσε δασκάλες απασχόλησε ιδιαίτερα την Ayşe Sıdıka, η οποία υπέβαλε στο Υπουργείο Παιδείας γραπτή πρόταση για την επαναφορά του μαθήματος αυτού στο πρόγραμμα του Διδασκαλείου. Έτσι το 1891, το μάθημα «Τεχνικές μάθησης και Μεθοδολογία Διδασκαλίας» συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα μαθημάτων του Διδασκαλείου, ενώ δασκάλα του μαθήματος αυτού ορίστηκε η Ayşe Sıdıka. Το βιβλίο της, «Μεθοδολογία Εκπαίδευσης και Μαθήματα Ανατροφής» προέκυψε σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών.
Σίγουρα αποτελεί αντικείμενο κάποιας ξεχωριστής μελέτης, το ότι το έργο της, συγκριτικά με αυτό της Καλλιόπης Κεχαγιά, Διευθύντριας του Ζαππείου, « Αι Παιδαγωγικαί Μελέται », παρουσιάζει δομικές ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία. Η γνώμη αυτή ενισχύεται αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η Καλλιόπη Κεχαγιά και το έργο της, έχουν σφραγίσει την κατάρτιση της μαθήτριας του Ζαππείου, Αϊσέ, ως παιδαγωγού. Αργότερα η ίδια μεταφέρει τα φώτα της επιστήμης που έλαβε από τις σπουδές της στο Ζάππειο, στο Οθωμανικό εκπαιδευτικό γίγνεσθαι.
Γνωρίζοντας Ελληνικά, Γαλλικά και Αγγλικά η Ayşe Sıdıka, είχε τη δυνατότητα παρακολούθησης των έργων γνωστών επιστημόνων. Έτσι με στόχο την παρουσίαση του βιβλίου της, σε επεξηγηματικό γράμμα που έγραψε στον Ahmet Midhat Efendi, (γνωστό συγγραφέα της εποχής) σημειώνει ότι ερεύνησε και μελέτησε ένα μεγάλο μέρος από τα άρθρα που γράφτηκαν από φιλοσόφους όπως ο Herbert Spencer (1820-1903) και ο Alexander Bain (1818-1903) σχετικά με την εκπαίδευση παιδιών. Το όνομα δε του Herbert Spencer αναφέρεται ιδιαίτερα στα άρθρα της.
Εκτός από το διδακτικό της έργο, από τις 29 Ιουνίου 1985, σε πέντε συνεχόμενα φύλλα της Εφημερίδας της Παιδείας, δημοσιεύτηκαν άρθρα της για την εκπαίδευση, όπου ισχυρίζεται επίμονα ότι η μόρφωση είναι ένα εθνικό θέμα.
Η Ayşe Sıdıka, το 1895 παντρεύτηκε με τον ποιητή και φιλόσοφο Riza Tevfik, και από το γάμο αυτό γεννήθηκαν οι τρεις κόρες τους. Η Ayşe Sıdıka ήξερε Τουρκική και Δυτική μουσική και έπαιζε πιάνο και κανονάκι. Αυτή η πρωτοπόρος γυναίκα στην οποία είχε απονεμηθεί και το «παράσημο-μετάλλιο αφοσίωσης (Şefkat Nisanı)», προσβλήθηκε από φυματίωση και τον Απρίλιο του 1903 πέθανε στην Πρίγκηπο των Πριγκηποννήσων σε ηλικία 31 ετών.
Το βιβλίο της Ayşe Sıdıka Hanım: Μεθοδολογία Εκπαίδευσης και Μαθήματα Ανατροφής Usul-i Talim ve Terbiye
Το βιβλίο της με τον τίτλο Μεθοδολογία Εκπαίδευσης και Μαθήματα Ανατροφής, στην οσμανλίδικη γλώσσα, τυπώθηκε το 1897 κι αποτελείται από 205 σελίδες. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για τις δασκάλες που ήδη σπούδαζαν στο Διδασκαλείο, όπως και για όσες ήταν υποψήφιες για το Διδασκαλείο. Η Ayşe Sıdıka Hanım, στον πρόλογο του βιβλίου της σημειώνει ότι έχοντας την πρόθεση να γράψει ένα επιστημονικό βιβλίο σχετικά με την ανατροφή, και την εκπαίδευση προσιτό σε όλους, φρόντισε ιδιαίτερα να χρησιμοποιήσει κατανοητό ύφος, με την ελπίδα πως εκτός από τις μαθήτριες, θα επωφεληθούν από αυτό άπειρες μητέρες αλλά και νέες κοπέλες.
Στο βιβλίο της πραγματεύεται τα ακόλουθα θέματα: Η ουσία της Εκπαίδευσης και της Ανατροφής, Σωματική Εκπαίδευση, Πνευματική Εκπαίδευση, Πνευματικές Ικανότητες, η Δύναμη της Μνήμης, η Δύναμη της Φαντασίας, η Δύναμη της Κρίσης, Ηθική Εκπαίδευση, Φύση – Χαρακτήρας, Καθήκοντα, Συναισθηματική εκπαίδευση των παιδιών, Παιδικό Ένστικτο, Διαφορές Ηθικής αντίληψης μεταξύ των παιδιών.
Για την προσφορά του έργου της Αϊσέ Σιντικά στην εκπαίδευση, σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα της εποχής του Αμπντουλχαμίτ, θα αναφέρουμε τα εξής:
• Η παιδαγωγός, σε ότι αφορά την σωματική, διανοητική και ηθική εκπαίδευση, αποδέχεται τις παιδαγωγικές αρχές του ΄Αγγλου φιλόσοφου Herbert Spencer (19ος αιώνας) και συγγράφει το πρώτο παιδαγωγικό έργο που κυκλοφόρησε στην Οθωμανική.
• Επικεντρώνεται στο θέμα της εκπαίδευσης των κοριτσιών. H ίδια τονίζει: «Σε κάθε χώρα, η εκπαίδευση των γυναικών βοηθάει στον εκσυχρονισμό. Αλλά ο πιο σωστός τρόπος του εκσυγχρονισμού είναι αυτός που πραγματοποιείται βάσει της εξέλιξης του θήλεως φύλου. Όταν αυξάνεται το ποσοστό των εξευγενισμένων και μορφωμένων γυναικών, είναι αδιανόητο να μην αποδεχθούμε ότι αυξάνονται και οι παράγοντες που βοηθούν στον εκσυχρονισμό της χώρας αυτής». Εκείνη, δέχεται ότι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία είναι ενδεικτική για το αν η χώρα είναι προς εξέλιξη ή όχι.
• Εισάγει το Usül-i Cedid Hareketi, δηλ. την Κίνηση Νέων Μεθόδων, δηλ. την απαλλαγή από τις παραδοσιακές μεθόδους εκμάθησης και την αναζήτηση σύγχρονων τρόπων. Η Αϊσέ Σιντικά, αντιδράει στο κατεστημένο της εκπαίδευσης: στην «αποστήθηση».
• Ισχυρίζεται ότι η «αποστήθηση», δεν σημαίνει εκμάθηση. Η εκμάθηση γίνεται μέσα από την παρατήρηση και την εφαρμογή. Η καταλληλότερη μέθοδος εκμάθησης είναι «η παρατήρηση» και «το πείραμα». Με την προσέγγιση αυτή γίνεται η πρωτοπόρος της μεθόδου αυτής στη χώρα της.
• Για «την πραγματολογία» υπογραμμίζει ότι, το μάθημα αυτό, έχει εισαχθεί σε όλα τα σχολεία της Δύσης, εκείνη την εποχή και θεωρείται σπουδαιότερο από όλα τα άλλα. Βάσει του μαθήματος αυτού, το παιδί, από πολύ μικρή ηλικία γίνεται γνώστης του αντικειμένου με το οποίο θα ασχοληθεί μελλοντικά, αλλά και διαφόρων άλλων επαγγελμάτων, κερδίζοντας και δεξιότητες.
Η Αϊσέ Σιντικά, σύμφωνα με την πολιτική γραμμή της εποχής του Αμπτουλχαμίτ, προσπαθεί να κρατήσει κάποια ισορροπία μεταξύ θρησκευτικών και μη θρησκευτικών κοσμικών γνώσεων, υποστηρίζοντας ότι και τα δύο είναι απαραίτητα.
Η μελέτη του έργου της Αϊσέ Σιντικά από άποψη εκπαίδευσης και διδακτικής: Η Μέθοδος του βιβλίου
Όπως το ορίζει και η ίδια η συγγραφέας στον πρόλογο της, είναι ένα έργο που γράφτηκε ως διδακτικό, για τους υποψηφίους δασκάλους του Νταρουλμουαλιμίν και του Νταρουλμουαλιμάτ. Ως αναγνωστικό κοινό όμως, απευθύνεται σε όλους τους γονείς που ασχολούνται και ενδιαφέρονται με την εκπαίδευση και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους.
Αν και η γλώσσα της συγγραφέως σήμερα μας φαίνεται πολύπλοκη, επειδή την εποχή εκείνη υπήρχαν ελάχιστα βιβλία - εκπαίδευσης σε απλή γλώσσα, η ίδια τονίζοντας ότι χρησιμοποιεί πολύ απλή γλώσσα, ζητάει από τους ερευνητές να ληφθούν υπ’ όψιν, οι συνθήκες της εποχής.
Στο έργο της έχει αναφερθεί σε πολύ σημαντικά θέματα εκπαίδευσης τα οποία υποστηρίζονται με σύγχρονα παραδείγματα. Παρατηρείται πως παρ’ όλο ότι κάποια παραδείγματα είναι πολύ εκτεταμένα, οι αξιολογήσεις τους είναι σύντομες. Η ίδια ισχυρίζεται ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει καθοριστεί από το Υπουργείο Παιδείας να είναι τα διδακτικά προγράμματα του Νταρουλμουαλλιμάτ.
Η Αϊσέ Σιντικά χρησιμοποίησε ξένες πηγές για το έργο της. Στις υποσημειώσεις της όμως, δε συναντάμε τις πηγές αυτές, εκτός από το έργο «Ηθική» του Spencer. Αντί αυτού αναφέρεται με επαινετικά λόγια στους συγγραφείς, όπως: Οι επιστήμονες που έχουν φημιστεί στον αιώνα μας, για τη σωστή διαπαιδαγώγηση, αναφέρουν τα εξής...
Δίνοντας θέση σε μοτίβα από το κοράνι, η παιδαγωγός, λαμβάνει υπ’ όψιν της και την προσέγγιση του Iσλάμ, στα εκπαιδευτικά θέματα. Το θέμα της «ιδιοσυγκρασίας», το επεξεργάζεται σύμφωνα με τις αρχές του κορανιού.
Η Αϊσέ Σιντικά, δέχεται την ανατροφή ως μια ολότητα, αποτελούμενη από τον υλικό, τον πνευματικό και τον ηθικό παράγοντα. Γι αυτό και χωρίζει το έργο της, σε τρείς ενότητες. Η ίδια για τη διευκόλυνση του μελετητή, κάνει προλόγους με ερωτήσεις και στις τρεις ενότητες του έργου της, δίνοντας έτσι πληροφορίες για το περιεχόμενο της κάθε ενότητας. Ο τρόπος αυτός της συγγραφής του έργου, κάνει κατανοητή τη συγγραφέα σχετικά με αυτό που θέλει να περάσει στο αναγνωστικό της κοινό και τη βοηθάει να ξεφύγει τη μονοτονία.
Σύμφωνα με την Α. Σιντικά ο παιδαγωγός,
• πρέπει να είναι έντιμος και ηθικός
• να είναι γνώστης της καλής ανατροφής. Δηλ. να ξέρει από ψυχολογία, και ειδικά παιδοψυχολογία, κοινωνιολογία και θεολογία.
• (ο παιδαγωγός), οφείλει να έχει διδαχθεί γνώσεις παιδαγωγικές.
• οφείλει να έχει την κλίση για τη «διδασκαλία». Η Αϊσέ Σιντικά, πιστεύει πως οι ιδιότητες αυτές είναι έμφυτες στον άνθρωπο και ότι δεν είναι δυνατό, κάποιος που από φύση του δεν είναι κατάλληλος, να εξελιχθεί σε καλό εκπαιδευτικό.
• Ο εκπαιδευτικός, πρέπει να έχει ερευνητική «ιδιοσυγκρασία». Η έρευνα, είναι απαραίτητη για τον εκπαιδευτικό, ο οποίος πρώτα οφείλει να εκπαιδεύσει τον εαυτό του, ώστε να είναι χρήσιμος στους μαθητές του.
Στο έργο της, μελετάται το κεφάλαιο «Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και οι στόχοι του», σε πέντε υποενότητες:
α. Η εκπαίδευση και η διδασκαλία
β. Η θέση και αξία της εκπαίδευσης
γ. Η δύναμη της εκπαίδευσης
δ. Ο σκοπός της εκπαίδευση και
ε. Η σημασία της γνώσης και της εφαρμογής της, στην εκπαίδευση
Τελευταίο σημείο αναφοράς του έργου, είναι τα είδη της αγωγής και η ανατροφή
Η Αϊσέ Σιντικά χωρίζει την αγωγή σε δύο ενότητες:
α. Στην πνευματική αγωγή και
β. Στην πολιτιστική αγωγή
Και την εκπαίδευση σε τέσσερις κατηγορίες:
α. Στην σωματική εκπαίδευση,
β. Στην γνωστική εκπαίδευση,
γ. Στην ηθική εκπαίδευση και
δ. Στην πολιτική εκπαίδευση
Τέλος, μπορούμε να αποδεχθούμε ότι συνοπτικά η αντίληψη της για την εκπαίδευση, είναι ότι, «η εκπαίδευση, θεωρείται η μετατροπή των τάσεων του ανθρώπου σε ωφέλιμη συμπεριφορά. Η μόρφωση μπορεί να βελτιώσει τον άνθρωπο μέσα στον κύκλο των χαρισμάτων του, χωρίς να τον βγάλει από τον κύκλο αυτό.»
Ευχαριστώ.
Κορνηλία Τσεβίκ – Μπαϊβερτιάν,
Δρ. Παιδαγωγικού Τμήματος της Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.,
Φιλόλογος του Ζαππείου Κων/πόλεως,
Λέκτορας του Τμήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Πόλης,
Διεύθυνση: SIRACEVİZLER cad. 79/6, SISLI – İstanbul, TURKEY
Τηλ: 0 212 231 92 00, 0532 296 43 86
e- mail: cornelia@istanbul.edu.tr, kornilia9@hotmail.com
Κορνηλία Τσεβίκ Μπαϊβερτιάν
Οι συνθήκες που ετοιμάζουν το πρόσφορο έδαφος του Τανζιμάτ, οι επιδράσεις της δύσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι νεοτερισμοί που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο οθωμανικός πολιτισμός σταδιακά θα σφραγίσουν ως καθοριστικοί παράγοντες τον 19ο αιώνα. Η επιστήμη ως πρωταρχικό κριτήριο της αναγέννησης και της ανανέωσης στα ευρωπαϊκά σύνορα του ισλάμ, θα διεισδύσει και θα κυριαρχήσει σ’ όλες τις παραμέτρους. Η εκπαίδευση θα καταπολεμήσει τον συντηρητισμό, θα μεταλλάξει τα συστήματα σε όλους τους τομείς από τη διοίκηση μέχρι την καθημερινότητα. Σε αυτό το κλίμα της στροφής προς τον ανώτερο πολιτισμό, «η γυναίκα», κάνει το άλμα της, ερχόμενη να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, να ζήσει την αφύπνιση εκείνη προς το ορθό και να μεταλλάξει καθοριστικά τις αξίες που επικρατούν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Οι αντιλήψεις για την διαπαιδαγώγηση της γυναίκας ως ενεργού μέλους της κοινωνίας, συγκεντρώνονται στην ανάγκη ιδρύσεως σχολών, όπου θα φοιτούν γυναίκες. To Ζάππειο Παρθεναγωγείο (1875), εκτελώντας το όραμα του ιδρυτού του Κωνσταντίνου Ζάππα, την εποχή αυτή, λειτουργεί ως φυτώριο των ελληνίδων νεανίδων ανά τον κόσμο και ως υπόδειγμα «σχολείου» με την εφοδιασμένη από σύγχρονες μεθόδους εκπαίδευσή του, προσφέρει τα φώτα του, ακόμα και στις οθωμανίδες σπουδάστριες που αναζητούν να πάρουν ελληνική μόρφωση. Η Αϊσέ Σιντικά, μια τουρκάλα Ζαππίδα, στις επάλξεις της εκπαίδευσης των θηλέων της Αυτοκρατορίας και το «παιδαγωγικό της έργο», είναι το θέμα που θα απασχολήσει το θέμα της εισήγησης αυτής. Η Αϊσέ αποφοιτώντας από το Ζάππειο, μεταφέρει το πνευματικό πλούτος που αποκομίζει από τις σπουδές της στο Ζάππειο. Το συγγραφικό της έργο, «Το μάθημα Καλής Αγωγής» ως πρώτο παιδαγωγικό έργο της εποχής της, στην Οθωμανική Τουρκία, ανοίγει τις πύλες της παιδαγωγικής γνώσης-επιστήμης στα εκπαιδευτήρια των τούρκων της Αυτοκρατορίας, μαζί και νέους ορίζοντες στους τούρκους σπουδαστές που ενστερνίζονται τις παιδαγωγικές ιδέες και θεωρίες της.
Abstract
The productive period that prepared the Tanzimat and the impacts of the West will leave its input to the 19th century Ottoman Empire. While science was providing itself as the criterion of development and newness at the border of Europe, education fought against the conservation and provided the change of the systems in all fields. In this period of transformation, women experiencing their own awakening continued their battle of existence which contributed to the alteration of existing values. Education was a must for women living in a productive society and the establishment of girls’ schools too. The Girl School of Zapyon (1875), which followed the vision of its foundateur Konstantin Zappas and acquiring students from all over the world, raised teachers and constituted a model. With its contemporary education and scientific base of pedagogical understanding, this school was opened to who would like to learn Hellenic culture. The paper is based on Ayşe Sıdıka who took her place in the ottoman education system and on her book Usul-ı Talim ve Terbiye (Ways of Teaching and Education). After being graduated, Ayşe presented her knowledge in the field of pedagogy to Ottoman Turks. Her book, which is regarded as the first masterpiece in the field of pedagogy, opened the doors for ottomans to pedagogical science and shone light on young ottoman people.
Θα ήθελα να απευθύνω τις θερμές μου ευχαριστίες στην κ. Ζιώγου Καραστεργίου και στον κ. Χρίστο Τζήκα που με την πρόσκλησή τους στο Συνέδριο αυτό, δίνουν την ευκαιρία να ακουστεί η φωνή της Πολίτικης Ρωμηοσύνης στα Ελλαδικά Φόρα.
Οι συνθήκες, που ετοιμάζουν το πρόσφορο έδαφος του Τανζιμάτ, της Μεταρρυθμιστικής περιόδου και οι επιδράσεις της Δύσης, θα σφραγίσουν ως καθοριστικοί παράγοντες τον 19ο αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το μοντέλο των ανεπτυγμένων χωρών της Δύσης, θα οδηγήσει το οθωμανικό κράτος στην προσπάθεια να καλύψει τα κενά του, πρώτα στον τομέα της Παιδείας για να επιτύχει έτσι τον εξευρωπαϊσμό και τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Η εκπαίδευση αυτή συντονισμένη, όσο είναι δυνατόν, στα ευρωπαϊκά πρότυπα θα καταπολεμήσει τον συντηρητισμό, θα μεταλλάξει τα συστήματα σε όλους τους τομείς από τη διοίκηση μέχρι την καθημερινότητα.
Σε αυτό το κλίμα της στροφής προς ένα ανώτερο πολιτισμό, «η γυναίκα», κάνει το άλμα της, ερχόμενη να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, να ζήσει την αφύπνιση εκείνη που χρειαζόταν ώστε να μετεξελίξει καθοριστικά τις αξίες που επικρατούσαν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Οι μηχανισμοί της εκπαίδευσης στρέφονται προς την πνευματική άνοδο της γυναίκας. Οι αντιλήψεις για τη διαπαιδαγώγηση της γυναίκας ως ενεργού μέλους της κοινωνίας, συγκεντρώνονται στην ανάγκη ιδρύσεως σχολών, όπου θα φοιτούν κορίτσια.
Για τον λόγο αυτό, οι τούρκοι της Αυτοκρατορίας ιδρύουν το 1848 το Νταρουλμουαλιμίν, για την εκπαίδευση των δασκάλων που θα διορίζονταν σε αρρεναγωγεία και το 1870 το Νταρουλμουαλλιμάτ, για την εκπαίδευση των διδασκαλισσών που θα διορίζονταν σε παρθεναγωγεία.
Την ίδια εποχή, η ρωμεϊκη μειονότητα της Πόλης, αρχίζει να επενδύει στον Εκπαιδευτικό τομέα επωφελούμενη των νεωτεριστικών διαταγμάτων του Οθωμανικού Κράτους. Ιδρύεται ο Υπέρ της Γυναικείας Παιδεύσεως Σύλλογος με την πρόταση του Ηροκλή Βασιάδη. Ο Σύλλογος και το δυναμικό του θα σπείρουν την ιδέα της εκπαίδευσης των κοριτσιών πιστεύοντας ότι μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο θα επιτευχθεί η αναβάθμιση της ρωμεϊκης κοινότητας.
To Ζάππειο Παρθεναγωγείο (1875), εκτελώντας το όραμα του ιδρυτού του Κωνσταντίνου Ζάππα, την εποχή αυτή, θα λειτουργήσει ως φυτώριο των ελληνίδων νεανίδων από όλον τον κόσμο. Θα συγκεντρώσει μαθήτριες από την Ανατολή, τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τον Πόντο, τη Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θράκη και ως υπόδειγμα «σχολείου» με την εφοδιασμένη από σύγχρονες μεθόδους εκπαίδευσή του, θα προσφέρει τα φώτα του, ακόμα και στις οθωμανίδες σπουδάστριες που αναζητούν να πάρουν ελληνική μόρφωση. Το Διδασκαλείο του, που δημιουργείται το 1884, εδραιώνεται και δίδει καρπούς το 1886 με τις πρώτες απόφοιτές του, αποτελώντας το μοναδικό κέντρο ανώτερης εκπαίδευσης, για τα κορίτσια που προορίζονταν να γίνουν δασκάλες.
Κάπου στη συγκυρία αυτή συναντάμε την Αϊσέ Σιντικά, την κόρη του Cuma-i Balalı Mazlumzade Mustafa Numan Efendi . Η Ayşe Sıdıka γεννιέται το 1872, στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατο της μητέρας της, ο πατέρας της για να εξασφαλίσει στην κόρη του καλές σπουδές, την εγγράφει εσώκλειστη στο Ζάππειο Λύκειο Θηλέων του Πέραν . Η Μελντά Καπτάνα, πρώτη γκαλερίστα της Τουρκίας, η οποία αποτελεί και την πηγή των πληροφοριών που αποκόμισα με την μετάφραση του έργου της, είναι δισέγγονη της αδελφής της Αισέ Σιντικά, η οποία επίσης αποφοίτησε από το γυμνασιακό τμήμα του Ζαππείου.
Ο λόγος που οδήγησε τον Νουμάν Εφέντη στην επιλογή της σχολής φοίτησης των κοριτσιών του , στάθηκε ίσως το ότι οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, επιδίωξαν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που τους προσφέρθηκαν στο νέο θεσμικό πλαίσιο των Μεταρρυθμίσεων τα τέλη του 19ου αιώνα και ίδρυσαν σχολεία θηλέων σε σύγχρονα εκπαιδευτικά πρότυπα.
Η Ayşe Sıdıka, ξεκινώντας από το Δημοτικό έφτασε μέχρι το τέλος των σπουδών του Διδασκαλείου.
Με το δίπλωμα που πήρε στις 19 Ιουνίου του 1888, κατάφερε επάξια να διδάξει τα μαθήματα αυτά στα ανώτερης βαθμίδας σχολεία της εποχής.
Από την πορεία που θα ακολουθήσει διαπιστώνεται ότι κατά το διάστημα της φοίτησής της επηρεάστηκε βαθιά από τα μαθήματα Παιδαγωγικών που διδάσκονταν στο Ζάππειο από τη διευθύντρια της, κκ. Καλλιόπη Κεχαγιά η οποία είχε συγκεντρώσει τις ομιλίες της στο βιβλίο με τίτλο «Παιδαγωγικαί Μελέται».
Το 1890 διορίστηκε στο τουρκικό Διδασκαλείο σαν δασκάλα Γεωγραφίας, Ηθικής και Χειροτεχνίας. Όταν διορίστηκε (η Ayşe Sıdıka), στο πρόγραμμα μαθημάτων του Διδασκαλείου η «Παιδαγωγική» δεν υπήρχε σαν μάθημα. Νωρίτερα, το 1879, το μάθημα «Μεθοδολογία διδασκαλίας», που συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα μαθημάτων του Διδασκαλείου, διδάχτηκε από τον Aristokli Efendi, αλλά ένα χρόνο αργότερα το μάθημα αυτό καταργήθηκε. Η απουσία των μαθημάτων παιδαγωγικής από ένα σχολείο το οποίο γαλουχούσε δασκάλες απασχόλησε ιδιαίτερα την Ayşe Sıdıka, η οποία υπέβαλε στο Υπουργείο Παιδείας γραπτή πρόταση για την επαναφορά του μαθήματος αυτού στο πρόγραμμα του Διδασκαλείου. Έτσι το 1891, το μάθημα «Τεχνικές μάθησης και Μεθοδολογία Διδασκαλίας» συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα μαθημάτων του Διδασκαλείου, ενώ δασκάλα του μαθήματος αυτού ορίστηκε η Ayşe Sıdıka. Το βιβλίο της, «Μεθοδολογία Εκπαίδευσης και Μαθήματα Ανατροφής» προέκυψε σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών.
Σίγουρα αποτελεί αντικείμενο κάποιας ξεχωριστής μελέτης, το ότι το έργο της, συγκριτικά με αυτό της Καλλιόπης Κεχαγιά, Διευθύντριας του Ζαππείου, « Αι Παιδαγωγικαί Μελέται », παρουσιάζει δομικές ομοιότητες ως προς το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία. Η γνώμη αυτή ενισχύεται αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η Καλλιόπη Κεχαγιά και το έργο της, έχουν σφραγίσει την κατάρτιση της μαθήτριας του Ζαππείου, Αϊσέ, ως παιδαγωγού. Αργότερα η ίδια μεταφέρει τα φώτα της επιστήμης που έλαβε από τις σπουδές της στο Ζάππειο, στο Οθωμανικό εκπαιδευτικό γίγνεσθαι.
Γνωρίζοντας Ελληνικά, Γαλλικά και Αγγλικά η Ayşe Sıdıka, είχε τη δυνατότητα παρακολούθησης των έργων γνωστών επιστημόνων. Έτσι με στόχο την παρουσίαση του βιβλίου της, σε επεξηγηματικό γράμμα που έγραψε στον Ahmet Midhat Efendi, (γνωστό συγγραφέα της εποχής) σημειώνει ότι ερεύνησε και μελέτησε ένα μεγάλο μέρος από τα άρθρα που γράφτηκαν από φιλοσόφους όπως ο Herbert Spencer (1820-1903) και ο Alexander Bain (1818-1903) σχετικά με την εκπαίδευση παιδιών. Το όνομα δε του Herbert Spencer αναφέρεται ιδιαίτερα στα άρθρα της.
Εκτός από το διδακτικό της έργο, από τις 29 Ιουνίου 1985, σε πέντε συνεχόμενα φύλλα της Εφημερίδας της Παιδείας, δημοσιεύτηκαν άρθρα της για την εκπαίδευση, όπου ισχυρίζεται επίμονα ότι η μόρφωση είναι ένα εθνικό θέμα.
Η Ayşe Sıdıka, το 1895 παντρεύτηκε με τον ποιητή και φιλόσοφο Riza Tevfik, και από το γάμο αυτό γεννήθηκαν οι τρεις κόρες τους. Η Ayşe Sıdıka ήξερε Τουρκική και Δυτική μουσική και έπαιζε πιάνο και κανονάκι. Αυτή η πρωτοπόρος γυναίκα στην οποία είχε απονεμηθεί και το «παράσημο-μετάλλιο αφοσίωσης (Şefkat Nisanı)», προσβλήθηκε από φυματίωση και τον Απρίλιο του 1903 πέθανε στην Πρίγκηπο των Πριγκηποννήσων σε ηλικία 31 ετών.
Το βιβλίο της Ayşe Sıdıka Hanım: Μεθοδολογία Εκπαίδευσης και Μαθήματα Ανατροφής Usul-i Talim ve Terbiye
Το βιβλίο της με τον τίτλο Μεθοδολογία Εκπαίδευσης και Μαθήματα Ανατροφής, στην οσμανλίδικη γλώσσα, τυπώθηκε το 1897 κι αποτελείται από 205 σελίδες. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για τις δασκάλες που ήδη σπούδαζαν στο Διδασκαλείο, όπως και για όσες ήταν υποψήφιες για το Διδασκαλείο. Η Ayşe Sıdıka Hanım, στον πρόλογο του βιβλίου της σημειώνει ότι έχοντας την πρόθεση να γράψει ένα επιστημονικό βιβλίο σχετικά με την ανατροφή, και την εκπαίδευση προσιτό σε όλους, φρόντισε ιδιαίτερα να χρησιμοποιήσει κατανοητό ύφος, με την ελπίδα πως εκτός από τις μαθήτριες, θα επωφεληθούν από αυτό άπειρες μητέρες αλλά και νέες κοπέλες.
Στο βιβλίο της πραγματεύεται τα ακόλουθα θέματα: Η ουσία της Εκπαίδευσης και της Ανατροφής, Σωματική Εκπαίδευση, Πνευματική Εκπαίδευση, Πνευματικές Ικανότητες, η Δύναμη της Μνήμης, η Δύναμη της Φαντασίας, η Δύναμη της Κρίσης, Ηθική Εκπαίδευση, Φύση – Χαρακτήρας, Καθήκοντα, Συναισθηματική εκπαίδευση των παιδιών, Παιδικό Ένστικτο, Διαφορές Ηθικής αντίληψης μεταξύ των παιδιών.
Για την προσφορά του έργου της Αϊσέ Σιντικά στην εκπαίδευση, σύμφωνα με τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει το πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα της εποχής του Αμπντουλχαμίτ, θα αναφέρουμε τα εξής:
• Η παιδαγωγός, σε ότι αφορά την σωματική, διανοητική και ηθική εκπαίδευση, αποδέχεται τις παιδαγωγικές αρχές του ΄Αγγλου φιλόσοφου Herbert Spencer (19ος αιώνας) και συγγράφει το πρώτο παιδαγωγικό έργο που κυκλοφόρησε στην Οθωμανική.
• Επικεντρώνεται στο θέμα της εκπαίδευσης των κοριτσιών. H ίδια τονίζει: «Σε κάθε χώρα, η εκπαίδευση των γυναικών βοηθάει στον εκσυχρονισμό. Αλλά ο πιο σωστός τρόπος του εκσυγχρονισμού είναι αυτός που πραγματοποιείται βάσει της εξέλιξης του θήλεως φύλου. Όταν αυξάνεται το ποσοστό των εξευγενισμένων και μορφωμένων γυναικών, είναι αδιανόητο να μην αποδεχθούμε ότι αυξάνονται και οι παράγοντες που βοηθούν στον εκσυχρονισμό της χώρας αυτής». Εκείνη, δέχεται ότι η θέση της γυναίκας στην κοινωνία είναι ενδεικτική για το αν η χώρα είναι προς εξέλιξη ή όχι.
• Εισάγει το Usül-i Cedid Hareketi, δηλ. την Κίνηση Νέων Μεθόδων, δηλ. την απαλλαγή από τις παραδοσιακές μεθόδους εκμάθησης και την αναζήτηση σύγχρονων τρόπων. Η Αϊσέ Σιντικά, αντιδράει στο κατεστημένο της εκπαίδευσης: στην «αποστήθηση».
• Ισχυρίζεται ότι η «αποστήθηση», δεν σημαίνει εκμάθηση. Η εκμάθηση γίνεται μέσα από την παρατήρηση και την εφαρμογή. Η καταλληλότερη μέθοδος εκμάθησης είναι «η παρατήρηση» και «το πείραμα». Με την προσέγγιση αυτή γίνεται η πρωτοπόρος της μεθόδου αυτής στη χώρα της.
• Για «την πραγματολογία» υπογραμμίζει ότι, το μάθημα αυτό, έχει εισαχθεί σε όλα τα σχολεία της Δύσης, εκείνη την εποχή και θεωρείται σπουδαιότερο από όλα τα άλλα. Βάσει του μαθήματος αυτού, το παιδί, από πολύ μικρή ηλικία γίνεται γνώστης του αντικειμένου με το οποίο θα ασχοληθεί μελλοντικά, αλλά και διαφόρων άλλων επαγγελμάτων, κερδίζοντας και δεξιότητες.
Η Αϊσέ Σιντικά, σύμφωνα με την πολιτική γραμμή της εποχής του Αμπτουλχαμίτ, προσπαθεί να κρατήσει κάποια ισορροπία μεταξύ θρησκευτικών και μη θρησκευτικών κοσμικών γνώσεων, υποστηρίζοντας ότι και τα δύο είναι απαραίτητα.
Η μελέτη του έργου της Αϊσέ Σιντικά από άποψη εκπαίδευσης και διδακτικής: Η Μέθοδος του βιβλίου
Όπως το ορίζει και η ίδια η συγγραφέας στον πρόλογο της, είναι ένα έργο που γράφτηκε ως διδακτικό, για τους υποψηφίους δασκάλους του Νταρουλμουαλιμίν και του Νταρουλμουαλιμάτ. Ως αναγνωστικό κοινό όμως, απευθύνεται σε όλους τους γονείς που ασχολούνται και ενδιαφέρονται με την εκπαίδευση και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους.
Αν και η γλώσσα της συγγραφέως σήμερα μας φαίνεται πολύπλοκη, επειδή την εποχή εκείνη υπήρχαν ελάχιστα βιβλία - εκπαίδευσης σε απλή γλώσσα, η ίδια τονίζοντας ότι χρησιμοποιεί πολύ απλή γλώσσα, ζητάει από τους ερευνητές να ληφθούν υπ’ όψιν, οι συνθήκες της εποχής.
Στο έργο της έχει αναφερθεί σε πολύ σημαντικά θέματα εκπαίδευσης τα οποία υποστηρίζονται με σύγχρονα παραδείγματα. Παρατηρείται πως παρ’ όλο ότι κάποια παραδείγματα είναι πολύ εκτεταμένα, οι αξιολογήσεις τους είναι σύντομες. Η ίδια ισχυρίζεται ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει καθοριστεί από το Υπουργείο Παιδείας να είναι τα διδακτικά προγράμματα του Νταρουλμουαλλιμάτ.
Η Αϊσέ Σιντικά χρησιμοποίησε ξένες πηγές για το έργο της. Στις υποσημειώσεις της όμως, δε συναντάμε τις πηγές αυτές, εκτός από το έργο «Ηθική» του Spencer. Αντί αυτού αναφέρεται με επαινετικά λόγια στους συγγραφείς, όπως: Οι επιστήμονες που έχουν φημιστεί στον αιώνα μας, για τη σωστή διαπαιδαγώγηση, αναφέρουν τα εξής...
Δίνοντας θέση σε μοτίβα από το κοράνι, η παιδαγωγός, λαμβάνει υπ’ όψιν της και την προσέγγιση του Iσλάμ, στα εκπαιδευτικά θέματα. Το θέμα της «ιδιοσυγκρασίας», το επεξεργάζεται σύμφωνα με τις αρχές του κορανιού.
Η Αϊσέ Σιντικά, δέχεται την ανατροφή ως μια ολότητα, αποτελούμενη από τον υλικό, τον πνευματικό και τον ηθικό παράγοντα. Γι αυτό και χωρίζει το έργο της, σε τρείς ενότητες. Η ίδια για τη διευκόλυνση του μελετητή, κάνει προλόγους με ερωτήσεις και στις τρεις ενότητες του έργου της, δίνοντας έτσι πληροφορίες για το περιεχόμενο της κάθε ενότητας. Ο τρόπος αυτός της συγγραφής του έργου, κάνει κατανοητή τη συγγραφέα σχετικά με αυτό που θέλει να περάσει στο αναγνωστικό της κοινό και τη βοηθάει να ξεφύγει τη μονοτονία.
Σύμφωνα με την Α. Σιντικά ο παιδαγωγός,
• πρέπει να είναι έντιμος και ηθικός
• να είναι γνώστης της καλής ανατροφής. Δηλ. να ξέρει από ψυχολογία, και ειδικά παιδοψυχολογία, κοινωνιολογία και θεολογία.
• (ο παιδαγωγός), οφείλει να έχει διδαχθεί γνώσεις παιδαγωγικές.
• οφείλει να έχει την κλίση για τη «διδασκαλία». Η Αϊσέ Σιντικά, πιστεύει πως οι ιδιότητες αυτές είναι έμφυτες στον άνθρωπο και ότι δεν είναι δυνατό, κάποιος που από φύση του δεν είναι κατάλληλος, να εξελιχθεί σε καλό εκπαιδευτικό.
• Ο εκπαιδευτικός, πρέπει να έχει ερευνητική «ιδιοσυγκρασία». Η έρευνα, είναι απαραίτητη για τον εκπαιδευτικό, ο οποίος πρώτα οφείλει να εκπαιδεύσει τον εαυτό του, ώστε να είναι χρήσιμος στους μαθητές του.
Στο έργο της, μελετάται το κεφάλαιο «Το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και οι στόχοι του», σε πέντε υποενότητες:
α. Η εκπαίδευση και η διδασκαλία
β. Η θέση και αξία της εκπαίδευσης
γ. Η δύναμη της εκπαίδευσης
δ. Ο σκοπός της εκπαίδευση και
ε. Η σημασία της γνώσης και της εφαρμογής της, στην εκπαίδευση
Τελευταίο σημείο αναφοράς του έργου, είναι τα είδη της αγωγής και η ανατροφή
Η Αϊσέ Σιντικά χωρίζει την αγωγή σε δύο ενότητες:
α. Στην πνευματική αγωγή και
β. Στην πολιτιστική αγωγή
Και την εκπαίδευση σε τέσσερις κατηγορίες:
α. Στην σωματική εκπαίδευση,
β. Στην γνωστική εκπαίδευση,
γ. Στην ηθική εκπαίδευση και
δ. Στην πολιτική εκπαίδευση
Τέλος, μπορούμε να αποδεχθούμε ότι συνοπτικά η αντίληψη της για την εκπαίδευση, είναι ότι, «η εκπαίδευση, θεωρείται η μετατροπή των τάσεων του ανθρώπου σε ωφέλιμη συμπεριφορά. Η μόρφωση μπορεί να βελτιώσει τον άνθρωπο μέσα στον κύκλο των χαρισμάτων του, χωρίς να τον βγάλει από τον κύκλο αυτό.»
Ευχαριστώ.
Κορνηλία Τσεβίκ – Μπαϊβερτιάν,
Δρ. Παιδαγωγικού Τμήματος της Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.,
Φιλόλογος του Ζαππείου Κων/πόλεως,
Λέκτορας του Τμήματος της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Πόλης,
Διεύθυνση: SIRACEVİZLER cad. 79/6, SISLI – İstanbul, TURKEY
Τηλ: 0 212 231 92 00, 0532 296 43 86
e- mail: cornelia@istanbul.edu.tr, kornilia9@hotmail.com
Kaydol:
Kayıtlar (Atom)