ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ – ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» 1898-1908
Οι Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, το τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, αποτελούσαν ζωτικό τμήμα του ελληνισμού. Η Κωνσταντινούπολη θεωρούνταν ένα από τα εθνικά κέντρα (το άλλο ήταν η Αθήνα) καθώς εκεί ήταν και παραμένει η έδρα της κεφαλής της Ορθοδοξίας. Στην Πόλη αυτή διαβιούσε, αναπτυσσόταν και παρήγαγε πολιτισμό ένα μεγάλο μέρος του υπόδουλου Ελληνισμού, το οποίο, επηρέαζαν όλα τα ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα που διαμορφώνονταν στο ελληνικό κράτος και στην ελληνική κοινωνία.
Η ιστορία του «γλωσσικού ζητήματος» και του «εκπαιδευτικού δημοτικισμού», έχουν μελετηθεί συστηματικά στο ελεύθερο κράτος. Στην Πόλη επίσης έγινε η συζήτηση των ζητημάτων αυτών, και μάλιστα χρονικά νωρίτερα από το ελληνικό βασίλειο. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει να προσθέσει ένα σημαντικό λιθαράκι που αφορά την γλωσσοεκπαιδευτική ιστοριογραφία της Πόλης.
Ο κύριος σκοπός της εργασίας, είναι η έρευνα, η μελέτη και η ερμηνεία του γλωσσοεκπαιδευτικού δημοτικισμού, με τον τρόπο που εμφανίζονται στην Πόλη, στον χώρο της Εκκλησίας, των διανοουμένων, των εκπαιδευτικών της, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, επίσης και η έκταση εφαρμογής των απόψεων του εκπαιδευτικού δημοτικισμού στα σχολεία της Πόλης.
Το θέμα διερευνάται, με επίκεντρο την εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος 1898-1908» και τη συζήτηση μέσα από τις στήλες της, μετά από τη δημοσίευση του διηγήματος της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου, που αποτέλεσε την αφορμή των δημοσιευμάτων του Φ. Φωτιάδη με τον τίτλο «Το γλωσσικόν ζήτημα κ’ η εκπαιδευτική μας αναγέννησις». Τα κείμενα αυτά του Ταχυδρόμου που αποτελούν σημαντική πτυχή της όλης συζήτησης για το γλωσσικό ζήτημα, την πρωϊμη περίοδο του γλωσσικού-εκπαιδευτικού ζητήματος στην Πόλη και την παρουσίαση αναξιοποίητων σχετικών κειμένων, ευελπιστούμε να καλύψουν το κενό στη σχετική έρευνα.
Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ως προς το πρώτο επίπεδό της, το συστημικό-περιγραφικό είναι η ιστορική-ερμηνευτική και σε σημεία που κρίθηκε απαραίτητο έγινε η χρήση της ερμηνευτικής. Παρατίθενται με χρονολογική σειρά οι απόψεις των συντακτών των άρθρων της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» και στη συνέχεια, σχολιάζονται μέσα από το ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο της εποχής.
Έτσι, έχουμε την μελέτη που αποτελείται από το Α΄ μέρος, όπου γίνεται η παρουσίαση των θεμάτων του γλωσσοεκπαιδευτικού ζητήματος, της κοινωνικοπολιτικής δομής, της δημοτικιστικής κίνησης στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, το Β΄ μέρος, όπου καταγράφονται ακέραια τα εβδομήντα τρία (73) κείμενα της εφημερίδας «Ο Ταχυδρόμος» και το Παράρτημα, όπου συμπεριλαμβάνονται τα βοηθητικά, συμπληρωματικά κείμενα για την σωστή τοποθέτηση της εργασίας, στην εποχή της εφημερίδας και στα δεδομένα του γλωσσικού ζητήματος.
Στη μελέτη, εκτός του ότι προβάλλονται για πρώτη φορά τα κείμενα του «Ταχυδρόμου», γίνεται η ανάπτυξη και κάποιων υποκεφαλαίων, που μας κατατοπίζουν στις συνθήκες της Πόλης. Τα υπόλοιπα τέσσερα κεφάλαια της εργασίας επικεντρώνονται στο κυρίως θέμα, αναλαμβάνοντας ρόλο διευκρινιστικό και αναλυτικό σχετικά με τις συνθήκες και τις δυναμικές που διαμορφώνουν το γλωσσοεκπαιδευτικό ζήτημα στην Πόλη, στα χρονικά πλαίσια που ορίζονται από το κυρίως θέμα.
Στο πρώτο κεφάλαιο, γίνεται η παρουσίαση της εικόνας των Ελλήνων της Πόλης το 19ο και τις αρχές του 20ου , η Μεταρρυθμιστική Περίοδος του Τανζιμάτ και οι σχέσεις των Ελλήνων με την Πύλη, η πληθυσμιακή, κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, παρουσιάζεται η εκπαιδευτική κατάσταση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στα εκπαιδευτικά ζητήματα, η Διοίκηση των Σχολείων, οι συλλογικές δραστηριότητες με επίκεντρο τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο, η πνευματική ζωή των ρωμιών, συνυφασμένη με τα φιλολογικά σαλόνια, ο πλούσιος ελληνικός τύπος της Κωνσταντινούπολης, αλλά και ζητήματα που αφορούν το υπό διερεύνηση θέμα.
Στα πλαίσια της συγκυρίας που αναφέρεται παραπάνω, πρέπει να σημειωθεί η εκπαιδευτική ανάπτυξη της εποχής όπως απαιτούσαν οι ιδιαιτερότητες του γλωσσοεκπαιδευτικού παράγοντα, που επεδίωκαν τη διατήρηση του ομογενειακού πληθυσμού στα σχολεία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ιστορικές συνθήκες, στην αρχή του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις στα Βαλκάνια, τα ιδεολογικά ρεύματα που ενδέχετο να αντιμετωπίσει η Κωνσταντινούπολη, οι εθνικιστικοί ανταγωνισμοί, δημιουργώντας υπαρξιακές αναζητήσεις, αφήνουν αντιμέτωπη τη Βασιλεύουσα μπροστά σε προβληματισμούς που ζητούν ταχεία επίλυση. Η απειλή του προσηλυτισμού που αντιμετωπίζει το ελληνορθόδοξο κοινό, το οποίο κατευθύνεται στα ξένα σχολεία της οθωμανικής πρωτεύουσας, καθιστά απαραίτητη την κάλυψη των «εκπαιδευτικών αναγκών», σε σχολεία, σε διδασκαλικό προσωπικό αλλά και στη γλωσσική κατάρτιση, - στις ξένες γλώσσες και στη δημοτική -, σε τομείς δηλ. που συζητούνται στους πνευματικούς κύκλους των ομογενών και απαιτούν την αναδόμηση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, έναντι του κινδύνου των ξενόφωνων σχολείων. (Ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων που δημιουργούνται την εποχή αυτή στην ομογενειακή κοινωνία της Κωνσταντινούπολης, έχουμε την ίδρυση της Εθνικής Σχολής Γλωσσών και Εμπορίου).
Η κοινωνικοπολιτική υποδομή των κοινοτήτων των ελληνορθόδοξων της οθωμανικής αυτοκρατορίας έχοντας καθοριστικό ρόλο στα εκπαιδευτικά θέματα, διαμορφώνει το πεδίο δράσεως όλων των παραγόντων στην προβληματική που τίθεται στην μελέτη.
Με την Μεταρρύθμιση (Τανζιμάτ), παρά τα επιφανειακά δικαιώματα ελεύθερης δράσης εισάγεται και πλήθος φραγμών που αφορούν το «μιλλέτι» των ρωμιών και την εκπαίδευση του. Είναι εξελίξεις που φανερώνουν την προσπάθεια του οθωμανικού κράτους να ελέγχει σταδιακά τα σχολεία. Προκύπτει η αντινομία από το γεγονός ότι τα κρατικά κείμενα προσδιορίζουν ως «υλικήν υπόθεσιν» την παιδεία, ενώ, για την εκκλησιαστική αρχή η παιδεία αποτελεί πνευματική δραστηριότητα, που εντάσσεται στα ποιμαντορικά καθήκοντα του κλήρου.
Η κατάσταση αυτή, προκαλεί την ιδιαιτερότητα των συνθηκών στους δύο πόλους, στην Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη κινούμενη μέσα στις συνθήκες της, συμβάλλει με όλη της την πνευματική υπόσταση, (αποτελούμενη από τη λαϊκή και κληρική συσσωμάτωση), στον γλωσσοεκπαιδευτικό αγώνα. Οι συνέπειες είναι καθοριστικές κι έτσι καταγράφεται η ιστορία της εκπαίδευσης, με κίνητρα που γεννιούνται από τη φύση της προβληματικής, και από την ανάγκη να καλυφθούν τα κενά στις γλωσσικές και εκπαιδευτικές ατέλειες του υπόδουλου ελληνισμού.
Αξιόλογη είναι η δράση του Πατριαρχείου, που - με κεντρικό φορέα διοίκησης, την Πατριαρχική Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή -, συνεργάζεται αφ’ ενός με το ελληνικό κράτος και αφ’ ετέρου με την Υψηλή Πύλη, έχοντας τον πρώτο ρόλο στα εκπαιδευτικά πράγματα και κινείται σύμφωνα με τις πνευματικές και υλικές ανάγκες της ελληνικής κοινότητας.
Τα φιλολογικά σαλόνια, η συλλογική δράση, τα σωματεία, όπως ο Ε.Φ.Σ.Κ., και το Αδελφάτο, αποδεικνύουν την ισχύ και τον ρόλο των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, σε ό,τι αφορά την γλωσσική - εκπαιδευτική πραγματικότητα, της Κωνσταντινούπολης. Τα ιδρυτικά μέλη και τα άτομα που εργάστηκαν στους συλλόγους προέρχονταν από τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικοοικονομικά στρώματα, όπου αυτοί λειτουργούσαν: ήταν επιστήμονες και εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Μέσα στο κλίμα της συζήτησης και της αντιλογίας του καιρού για τον γλωσσικό προβληματισμό, συνέβαλλαν πνευματικά και υλικά στη συλλογική δράση. Οι δραστηριότητές τους γύρω από τα θέματα που ασχολήθηκαν, όπως οι επιμορφωτικές διαλέξεις, τα αναγνωστικά βιβλία, τα σχολικά προγράμματα, η εκπαίδευση του κλήρου, και των εκπαιδευτικών είναι σημαντικές και καθοριστικές. Επίσης η χορηγία τους ήταν πολύτιμη για την λειτουργία των συλλόγων. Οι διαφορετικές πολιτικές εκτιμήσεις, οι φιλοδοξίες και τα οράματά τους, τους οδήγησαν δυστυχώς στη διάλυση.
Τα φιλολογικά σαλόνια, στο συντηρητικό πνεύμα της εποχής ξεχωρίζουν και ως έδαφος «της γυναικείας δραστηριοποίησης», και συνταυτίζονται με την γυναικεία φύση, καθώς δεν υπήρξε άλλος χώρος την ίδια εποχή, που να λειτουργεί σαν σύλλογος συσπείρωσης του γυναικείου δυναμικού, έχοντας αποτελεσματικότητα πάνω στα κοινωνικά θέματα, αν εξαιρέσουμε τα σχολεία και τον τομέα διδασκαλίας που θεωρείται χάρισμα του θήλεως φύλου. Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι μέχρι κάποιο χρονικό διάστημα, «τα φιλολογικά σαλόνια», ήταν ο αντίστοιχος «φιλολογικός σύλλογος» των γυναικών της Κωνσταντινούπολης.
Σε ό,τι αφορά τον τύπο, ένα από τα πορίσματα της μελέτης, είναι η διαπίστωση της μεγάλης αύξησης του συνολικού αριθμού των εφημερίδων και των περιοδικών τον 19ο αιώνα, γεγονός ιδιαίτερα θετικό για την γλωσσοεκπαιδευτική διαδικασία, αφού η κοινή γνώμη διαμορφώνεται μέσω του τύπου.
Αλλά επίσης διαπιστώνεται μείωση του αριθμού των εφημερίδων στα τέλη του αιώνα, λόγω του πολιτικού κλίματος επί εποχής του Σουλτάνου Αμπτουλχαμίτ, ο οποίος αναγκάζεται εξαιτίας των απειλών των ρευμάτων του εθνικισμού και του πανισλαβισμού της Δύσης να ασκήσει πιεστική πολιτική στις μειονότητες της αυτοκρατορίας, ώστε να κλείνουν οι εφημερίδες και να δέχονται αυστηρή λογοκρισία αυτές που λειτουργούν.
Η κίνηση γύρω στο ζήτημα της γλώσσας και της εκπαίδευσης μέσω του τύπου, το πώς ενεργοποιούνται οι δημοσιογράφοι, οι θέσεις και οι απόψεις των εφημερίδων και οι κοινωνικές ισορροπίες που εκπροσωπούν, είναι τα επιπλέον θέματα που φέρνουν στο φως οι αναζητήσεις μίας ομάδας διανοούμενων που λειτούργησαν αγωνιστικά;.
Συμπερασματικά, «Ο ελληνικός τύπος στην Κωνσταντινούπολη», έχει τον ιδιαίτερο ρόλο να αποτελεί το πιο απτό τεκμήριο για το κλίμα μέσα στο οποίο διαμορφώνεται «το γλωσσικό ζήτημα», αφού δεν υπήρξε άλλο γραπτό υλικό που να αφορά τον αγώνα της δημοτικής την περίοδο αυτή, - κι αν υπήρξε, δε σώθηκε, ούτε ως έργο λογοτεχνικό δημοσιευμένο, π.χ. τα πρώτα έργα της Α. Παπαδοπούλου, Δεσμίς Διηγημάτων, Πόλη 1889 και Διηγήματα, Μέρος Α΄, Πόλη 1891 - αλλά κι ούτε ως μέσο εκπαιδευτικής διαδικασίας στα σχολεία της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.
Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το κεντρικό θέμα ενταγμένο στο πλαίσιο της γυναικείας εκπαίδευσης και του ρόλου που διαδραμάτισε η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Αναλύονται, οι σχέσεις της Παπαδοπούλου με το περιοδικό «Η Φιλολογική Ηχώ», τον «Ταχυδρόμο» και το γλωσσικό ζήτημα. Γίνεται, επίσης, η παρουσίαση της εφημερίδας «Ο Ταχυδρόμος» που εκφράζει και διαμορφώνει ορισμένες γλωσσικές τάσεις της εποχής, ως δημοσιογραφικό όργανο και μάλιστα το μοναδικό, λόγω πολιτικών συνθηκών και προσκομίζονται στοιχεία για την ταυτότητα της εφημερίδας. Ακολουθεί η παρουσίαση και η ανάλυση των εβδομήντα τριών κειμένων του «Ταχυδρόμου», επιλεγμένων βάσει των αντιλήψεων και ιδεών αυτών που δημοσιογραφούν για τη γλώσσα και τη σχέση της με την εκπαίδευση. Στόχος της επεξεργασίας αυτής η αποσαφήνιση της διαμάχης ανάμεσα στη καθαρεύουσα και τη δημοτική που για πρώτη φορά έρχεται στη δημοσιότητα της Κωνσταντινούπολης. Επίσης παρουσιάζεται το λιβελογράφημα του Χρίστου Φεγγαρά, «Οι Γαζετατζήδες της Πόλης», με την επικριτική στάση του συγγραφέα που αντλώντας το θέμα του από τις γλωσσικές συνθήκες της συντηρητικής κοινωνίας της Πόλης, δίνει την εικόνα της γλωσσικής πραγματικότητας αυτών που δημοσιογραφούν στον «Ταχυδρόμο». Ακολουθούν, η υποενότητα για τις συλλογικές δραστηριότητες και τα δημοτικιστικά έντυπα ως συμπληρωματικοί παράγοντες της δημοτικιστικής κίνησης, και τέλος η υποενότητα για τις ιδεολογικές – πολιτικές τάσεις της εποχής, ως πληρέστερη ανάπτυξη του γλωσσικού ζητήματος με τις ιδεολογικές επιπτώσεις του, στην ελληνική κοινωνία.
Τον 19ο αιώνα, ιδρύονται τα παρθεναγωγεία, που έχουν και ανώτερα τμήματα: τα διδασκαλεία. Μέχρι τη δεκαετία του 1880, όταν άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτες δασκάλες από τα διδασκαλεία της διασποράς, οι ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό το εκπαιδευτικό προσωπικό τους και από το ελεύθερο βασίλειο. Σημαντικά παρθεναγωγεία με ανώτερα τμήματα είναι το Κεντρικό Παρθεναγωγείο Σταυροδρομίου (1849), γνωστό και ως Σχολή των Απόρων Κορασίδων, το Παρθεναγωγείο της Φιλομούσου Εταιρίας η Παλλάς (1874) και το Ζάππειο Εθνικό Παρθεναγωγείο (1875). Μέχρι το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών που έδειξαν υπόσταση στο δημόσιο χώρο είχαν σπουδάσει δασκάλες και οι περισσότερες είχαν για κάποιο χρονικό διάστημα ασκήσει το επάγγελμα αυτό.
Από την οπτική γωνία σχέσεων, εκπαίδευσης και καταξίωσης φύλου, η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου εμφανίζεται πρωτοπόρος της στρατιάς της, με την τεράστια συμβολή της στην πνευματική κίνηση της Πόλης. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, παρούσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό με την προέλευσή της ως δασκάλας προτείνει τη γυναικεία αλληλεγγύη έναντι της κοινωνικής υποβάθμισης του γυναικείου φύλου. Ιδρύει τον Προοδευτικό Σύλλογο Κυριών το 1893 (ο πρώτος φεμινιστικός σύλλογος στην Κωνσταντινούπολη) για την χειραφέτηση της Πολίτισσας γυναίκας. Επίσης είναι η πρώτη γυναίκα εκδότρια. Το περιοδικό της, «Ημερολόγιον των Κυριών» της Πόλης (1888-1889), ανοίγει δρόμο σε άλλες Πολίτισσες εκδότριες περιοδικών. Δείχνει να είναι κοντά στο γυναικείο κίνημα, και στην Ελλάδα, όπου αναγκάζεται να εγκατασταθεί αργότερα. Στην Παπαδοπούλου, διακρίνεται μια πιο ώριμη προσέγγιση του θέματος της γυναικείας χειραφέτησης από τις σύγχρονές της, η οποία την κρατάει μακρυά από τον φανατισμό της φεμινιστικής ιδεολογίας της γενεάς της.
Η αξία του «Ταχυδρόμου» συνίσταται στην προσφορά του, ως έδαφους συζήτησης για το γλωσσικό αγώνα, ως μοναδικής εφημερίδας της εποχής, καθότι δεν υπήρξαν πηγές μέχρι τώρα που να έχουν κάποια ολοκληρωμένη εικόνα της εφημερίδας ή και αυτές που υπήρξαν ήταν ελλειπείς.
Στον «Ταχυδρόμο» από το 1898 μέχρι το 1908 δημοσιεύτηκαν 73 κείμενα που είχαν θέμα τους το «γλωσσικό ζήτημα». Ανάμεσα στους συγγραφείς συγκαταλέγονται οι Φωτιάδης Φ. (6 επιστολές), με Φωτιάδη Ν. (13 επιστολές), ο Αυθεντόπουλος (4 επιστολές), ο Αποστολίδης (4 επιστολές), Ανώνυμος (6 επιστολές) ο Βέλλης -αρχισυντάκτης-(9 επιστολές), ο Ζεμπούλης (2 επιστολές), ο Καντιρλιώτης Βάσσος (2 επιστολές), ο Μακρίδης (2 επιστολές), ο Μεφιστοφελής (5 επιστολές), ο Παρασκευάς (8 επιστολές), ο Σπανούδης (2 επιστολές), ο Γεωργάκης (1 επιστολή), Έχιδνα (1 επιστολή), Η.Π. (1 επιστολή), ο Ησύχιος (1 επιστολή), ο Πανηγυριστής (1 επιστολή), ο Σεϊζάνης (1 επιστολή), ο Στεφανίδης (1 επιστολή), ο Τανταλίδης (1 επιστολή), ο Χριστίδης (1 επιστολή), ο Χαλάτσης (1 επιστολή).
H ανάλυση των αποσπασμάτων στην εργασία γίνεται κατά χρονολογική σειρά και αν τα κείμενα είναι συνεχόμενα δημοσιεύματα ενός συγγραφέα, γίνεται η ανάλυση των κειμένων κατά την θεματική προτεραιότητά τους, ως δημοσιευμάτων του ίδιου συγραφέα. Ορισμένα από τα κείμενα , λόγω του ότι έχουν δευτερεύουσας σημασίας σχέση ως προς το κυρίως θέμα της μελέτης, έχουν αναλυθεί στις υποσημειώσεις των αναφερόμενων κειμένων στο Β΄μέρος.
Η επεξεργασία των κειμένων ξεκινάει από το διήγημα της Παπαδοπούλου, «Αρετή και Κακία», δημοσιεύμενο στον Ταχυδρόμο τον Αύγουστο του 1899, το οποίο δίνει αφορμή στη λογομαχία για το «γλωσσικό». Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδος, ο Δ. Βέλλης, ο οποίος δημοσιεύει το διήγημα της Παπαδοπούλου, εκφράζει την έκπληξή του, προτάσσει το ακόλουθο σημείωμα, χωρίς να φαντάζεται ότι το διήγημα της Παπαδοπούλου με την συγκεκριμένη γλώσσα θα εύρισκε οπαδούς στην Κωνσταντινούπολη.
Η στάση της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου στην γλωσσική υπόθεση, αποκαλύπτεται μέσα από τον Ταχυδρόμο σε σημείο να θεωρείται πρωτοπόρος του «μαλλιαρισμού» στην Κωνσταντινούπολη. Η αξία του έργου της ως λογοτέχνιδας, - γιατί πρώτη φορά θα υπάρξουν διηγήματα που επεξεργάζονται τους προβληματισμούς της γυναίκας και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, και η συμβολή της στη διαμόρφωση του γλωσσικού ζητήματος, στην Κωνσταντινούπολη, θα αναγνωριστούν πολύ αργότερα.
Επίσης ο Φώτης Φωτιάδης, ως συνοδοιπόρος της, προβάλλει τις απόψεις του και δημιουργεί κλίμα συζήτησης για το γλωσσικό, υλοποιώντας τις ιδέες του, στο προαναφερόμενο έργο του.
Αξιόλογα είναι τα άρθρα του Νικολάου Φωτιάδη που δημοσιεύτηκαν επίσης στον Ταχυδρόμο. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ανεξάρτητη μελέτη.
Παρατηρείται ότι, επί μια τριακονταετία, από τη δημοσίευση του διηγήματος της Α. Παπαδοπούλου στη δημοτική, μέχρι τη δημοσίευση κάποιας μαθητικής έκθεσης πάλι στη δημοτική, η οποία το 1918 έρχεται να δημιουργήσει τον ίδιο αναβρασμό, στον Ταχυδρόμο, οι θέσεις της εφημερίδας ως προς την «πολιτική της γλώσσας» δεν κάμπτονται.
Οι συλλογικές δραστηριότητες ως συνέπεια της όλης δημοτικής κίνησης, αποτελούν την συστηματική επιστράτευση των δημοτικιστών. Κάτω από την ηγεσία του Φωτιάδη, ιδρύεται το «Αδερφάτο - η Ανάσταση (1908)», το οποίο λειτουργώντας με μυστικότητα, θα κυκλοφορήσει τα δημοτικιστικά έντυπα και τις εκδόσεις, όπως τη (Γλώσσα και Ζωή του Ε. Γιαννίδη), την εβδομαδιαία εφημερίδα Λαός, και θα συμβάλλει στην κυκλοφορία του Νουμά. Επίσης θα δώσει προβάδισμα σε επίμαχα θέματα όπως α. Την ίδρυση σχολείων, β. Τη συγγραφή των αναγνωσματαρίων και βιβλίων για παιδιά, γ. Την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων, δ. Την έκδοση περιοδικού.
Οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις, που εμφανίζονται στους δημοτικιστικούς κύκλους βρίσκουν έκφραση στα έργα τους, με αποτέλεσμα πρωταγωνιστές των αγώνων τους να έχουμε, για τους σοσιαλιστές την εργατική τάξη και για τους εθνικιστές τον λαό.
Ο Ψυχάρης, αντιμετωπίζει τη γλώσσα ως αυτοσκοπό. Ο Βλαστός και η Πηνελόπη Δέλτα αντιπροσωπεύουν την εθνικιστική τάση, Ο Αλέξανδρος Δελμούζος και ο Νίκος Γιαννιός τη σοσιαλιστική. Ο Φωτιάδης και ο Δραγούμης κρατούν κάποια ισορροπία ανάμεσα στις διάφορες τάσεις. Παρ΄όλες τις προσπάθειες τους όμως οι διαφορές τους φθάνουν στο σημείο που οδηγεί το Αδερφάτο σε διάλυση.
Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζεται ο δημοτικισμός στα σχολεία της Πόλης με επίκεντρο τα σχολικά προγράμματα, τα μαθήματα και τα βιβλία διδασκαλίας, όπου επιδιώκεται η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας στα εκπαιδευτικά πράγματα ως γλώσσας διδασκαλίας στο σχολικό χώρο με απτά τεκμήρια.
Οι πίνακες που έχουν καταγραφεί (1912), στο παράρτημα, συμπεριλαμβάνουν τα Προγράμματα των Παρθεναγωγείων και Διδασκαλείων, ως δείγματα για τις ώρες διδασκαλίας, την ύλη διδασκαλίας, του μαθήματος των Ελληνικών και πρέπει να αξιολογηθούν σαν πορίσματα της «γλωσσικής παιδείας», που δείχνουν τις διακυμάνσεις της γλωσσοεκπαιδευτικής πράξης, όπως προκύπτουν σε ανάλογες ιστορικές περιόδους.
Η απειλή των ξένων σχολών στα χρονικά όρια που αναφερόμαστε, είναι το αίτιο της μείωσης των ωρών του μαθήματος των Ελληνικών και αντίστοιχα της αύξησης των ωρών της ξένης γλώσσας και των επιστημονικών μαθημάτων.
Πουθενά δε συναντάμε τη δημοτική ως διδακτέα ύλη. Τα βιβλία «των νέων ελληνικών» και «η γραμματική της νέας γλώσσας», που υπάρχουν στα αναλυτικά προγράμματα και παρουσιάζονται στους πίνακες του Παραρτήματος, και ως φωτογραφήσεις εξώφυλλων στις σελίδες του Α΄ Μέρους που αφορούν τα κεφάλαια αυτά, είναι απλοποιημένα βιβλία, γραμμένα στην αρχαϊζουσα και στην καθαρεύουσα.
Στα Αναλυτικά προγράμματα μέχρι το 1912, διδάσκεται η καθαρεύουσα ως Νέα Γλώσσα. Το 1913 μετά το διαγωνισμό που προκηρύσσει η Π.Κ.Ε.Ε., για τις τέσσερις πρώτες τάξεις των αστικών σχολών, κάνει την εμφάνισή της «η γλώσσα της οικογενείας» πρώτη φορά στα αναγνωστικά βιβλία.
Συμπερασματικά μπορούμε να δεχθούμε ότι, το δημοτικιστικό ρεύμα με τις λογομαχίες του, δημιούργησε αναταραχές στην παιδεία των ρωμιών της Κωνσταντινούπολης, χωρίς όμως ποτέ η δημοτική να γίνει η επίσημη γλώσσα της κοινότητας και χωρίς ποτέ να ενταχθεί στα αναλυτικά σχολικά - προγράμματα.
Εν κατακλείδι, «Ο Ταχυδρόμος», αποτελεί το εργαστήριο όπου θα προσφύγει κάθε μελετητής που θέλει να έχει την συνοπτική εικόνα του γλωσσικού ζητήματος στην Κωνσταντινούπολη, με όλους τους παράγοντες που την αποτελούν: την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, τον Φώτη Φωτιάδη, τους οπαδούς τους, κωνσταντινουπολίτες και ελλαδίτες δημοτικιστές, και τους καθαρευουσιάνους, την ιντελιγκέντσια της εποχής.
Kaydol:
Kayıt Yorumları (Atom)
Hiç yorum yok:
Yorum Gönder